Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019

ΑΠΡΙΛΙΟΣ 18. ΑΓΙΟΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ & ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ

 

ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΙΗ!!

ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

(Μηλίτση Γεωργίου)

 

ΒΙΟΣ

 


Τα παιδικά του χρόνια.

Στὶς νότιες πλαγιὲς τοῦ ὅρους Φλῶρος καὶ σὲ ὑψόμετρο 720μ., 30χιλιόμετρα νότια τῶν Ἰωαννίνων, βρίσκεται τὸ χωριὸ Τέῤῤοβο. Στὸ ἄσημο αὐτὸ χωριὸ στὰ χρόνια της μαύρης Τούρκικης σκλαβιᾶς γεννήθηκε, γύρω στὰ 1508, ἕνα παλλικάρι, ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης. Οἱ γονεῖς του ἦταν πάμπτωχοι, πλούσιοι ὅμως σὲ πνευματικὰ ἀγαθά. Ἀγαποῦσαν μὲ ὅλη τους τὴν καρδιὰ τὴν ἁγία μας Ἐκκλησία. Προσπαθοῦσαν καθημερινὰ νὰ ἐφαρμόζουν, ὅσο μποροῦσαν, τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Γνώριζαν ὅτι χωρὶς πίστη στὸ Θεὸ εἶναι ἀδύνατο νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος χαρούμενος καὶ εὐτυχισμένος. Ἂν τὸ κακὸ πλεόνασε σήμερα καὶ τὰ παιδιά μας ἀγρίεψαν καὶ δὲ σέβονται τίποτε, εἶναι γιατί ἐμεῖς οἱ γονεῖς πάψαμε νὰ λέμε σ’ αὐτὰ γιὰ τὴν πίστη μας, νὰ τὰ ὁδηγοῦμε στὴν ἐκκλησία, στὶς χριστιανικὲς συγκεντρώσεις καὶ νὰ ἀσχολούμεθα μαζί τους. Ἀντὶ ὅλων αὐτῶν ἐμεῖς τὰ παραδώσαμε στὴν τηλεόραση νὰ τὰ μορφώσει καὶ νὰ τὰ διαπαιδαγωγήσει. Πόσοι γονεῖς συμβουλεύουν τὰ παιδιά τους καὶ τὰ προτρέπουν νὰ ἀγωνισθοῦν γιὰ νὰ σμιλέψουν καλὸ καὶ ἐνάρετο χαρακτήρα; Οἱ συμβουλὲς ποὺ ἀκοῦνε σήμερα τὰ παιδιὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους εἶναι πῶς θὰ κατορθώσουν νὰ ἀποκτήσουν περισσότερα χρήματα, ἡδονές, ὑψηλὲς θέσεις καὶ πῶς θὰ ἐπιπλεύσουν μέσα στὴν ἀλλοτριωμένη κοινωνία μας. Τὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς νοοτροπίας, ἂν καὶ τὰ βλέπουμε καθημερινά, δὲν κάνουμε τίποτε νὰ τὰ ἀλλάξουμε.

Ἡ ζωντανὴ πίστη στὸ Θεὸ εἶναι ἐκείνη ποὺ δίνει δύναμη καὶ κουράγιο στὸν ἄνθρωπο νὰ βγαίνει νικητὴς στὶς δοκιμασίες, στὶς θλίψεις καὶ στὶς στεναχώριες ποὺ καθημερινὰ ἀντιμετωπίζει· γι’ αὐτὸ προσπαθοῦσαν νὰ τὴ μεταδώσουν στὸν Ἰωάννη (οἱ συναξαριστὲς δὲν ἀναφέρουν ἂν εἶχαν καὶ ἄλλα παιδιά). Στὸ σπίτι τοὺς κρατοῦσαν ὅλες τὶς νηστεῖες: Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ καὶ τὶς Τεσσαρακοστές. Γνώριζαν ὅτι ἡ νηστεία εἶναι ἡ πρώτη ἐντολὴ ποὺ ἔδωσε ὁ Θεὸς μέσα στὸν Παράδεισο στοὺς πρωτοπλάστους καὶ ὅτι μεγάλες εὐλογίες παίρνει ὁ πιστὸς ποὺ μὲ εὐχαρίστηση νηστεύει.

Κάθε πρωί, ὅταν δὲν πήγαιναν στὴν ἐκκλησία, μετὰ τὴν προσευχή τους ἔτρωγαν λίγο ἀντίδωρο, ποὺ τὸ κρατοῦσαν ἀπὸ τὴν Κυριακή, καὶ στὴ συνέχεια ἔπιναν Ἁγιασμὸ ἀπὸ αὐτὸν ποὺ εὐλογοῦσε ὁ Ἱερέας κάθε πρώτη του μηνός. Τὸ βράδυ ἡ μητέρα του ἤ ἡ γιαγιά του ἔπαιρνε ἕνα κάρβουνο ἀπὸ τὴ φωτιά, ποὺ πάντα σιγόκαιγε στὸ σπίτι τους, καὶ θυμίαζε ὅλους τους χώρους τῆς κατοικίας τους. Ἀργότερα, μετὰ τὸ βραδινὸ φαγητό, ὅλη ἡ οἰκογένεια μαζευόταν κάτω ἀπὸ τὸ εἰκονοστάσι καὶ ἔχοντας σὰ συνοδεία τὸ τρεμάμενο φῶς τοῦ καντιλιοῦ ἔκαναν τὴν προσευχή τους καὶ τὶς μετάνοιές τους. Στὴ συνέχεια ὁ Ἰωάννης φιλοῦσε τὸ χέρι τῶν μεγαλυτέρων του κι ἀφοῦ ἔπαιρνε τὴν εὐχή τους κι εὔχονταν «καλὴ λευτεριά», ἔπεφτε νὰ κοιμηθεῖ, ἀφοῦ πρῶτα σταύρωνε τὸ μαξιλάρι του.

Ἡ εὐλογημένη τοῦ μητέρα τὸν ἔπαιρνε στὴν ἀγκαλιά της, ὅταν εὐκαιροῦσε προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο χρόνο καὶ τὸν συμβούλευε.

 «Παιδί μου, νὰ μὴ ξεχνᾶς πότε ὅτι πάνω ἀπὸ ἐμᾶς εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ὁποῖος βλέπει τὶ κάνουμε καὶ ἀκούει τὶ λέμε καὶ στὸν ὁποῖο μία μέρα θὰ δώσουμε λόγο ὄχι μόνο γιὰ ὅ,τι κακὸ κάναμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅ,τι ἀποφύγαμε νὰ κάνουμε, ἂν καὶ ἔπρεπε. Πρόσεξε, παιδί μου, δὲν πρέπει νὰ λυποῦμε τὸ Θεό, γιατί Αὐτὸς εἶναι ὁ Πατέρας καὶ Σωτῆράς μας».

Κάθε Κυριακὴ καὶ μεγάλη ἑορτὴ τὸν ἔπαιρνε καὶ πήγαιναν στὴν ἐκκλησία. Ἐκεῖ τὸν ἔβαζε νὰ ἀνάψει τὸ κεράκι του καὶ στὴ συνέχεια φιλοῦσαν τὶς ἅγιες εἰκόνες καὶ μετὰ πήγαιναν στὴ θέση τους ἀπ᾿ ὅπου παρακολουθοῦσαν τὴν Θεία Λειτουργία μέχρι τὸ τέλος.

 «Παιδί μου, τὸν συμβούλευε, ὅταν εἴμαστε στὸ ναό, δὲν πρέπει τὸ μυαλό μας νὰ τρέχει πότε ἀπὸ δῶ καὶ πότε ἀπὸ κεῖ, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἴμαστε προσηλωμένοι σ’ αὐτὰ ποὺ λέγει, ὁ Λειτουργός. Ὅταν ἀκοῦς τὸν ἱερέα νὰ λέγει ``τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶ``, νὰ γονατίζεις μὲ εὐλάβεια, καὶ νὰ μὴ μιλᾶς, γιατί τὴν ὥρα ἐκείνη κατεβαίνει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ μεταβάλλει τὸν ἄρτο σὲ Σῶμα καὶ τὸ κρασὶ σὲ Αἷμα Χριστοῦ».

Τὶς περισσότερες φορὲς στὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ» κοινωνοῦσαν ὅλοι τους τῶν Ἀχράντων μυστηρίων, διότι γνώριζαν ὅτι ἡ Θεία Λειτουργία γίνεται γιὰ νὰ κοινωνοῦν οἱ πιστοὶ καὶ ὅτι ὁ χριστιανὸς ποὺ κοινωνεῖ εἶναι, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, πάνοπλος καὶ ὅτι τὸν τρέμει ὁ διάβολος.

«Γι’ αὐτό, παιδὶ μου ὁ σατανᾶς, ἔλεγε ἡ εὐλογημένη μητέρα, μᾶς φέρνει χίλια δύο ἐμπόδια γιὰ νὰ μὴν κοινωνήσουμε καὶ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Κύριό μας. Μᾶς θέλει ἀδύνατους πνευματικὰ γιὰ νὰ μᾶς ρίχνει στὴν ἁμαρτία καὶ νὰ μᾶς ἔχει ὑποχείριούς του».

Μεγάλη προσοχὴ οἱ γονεῖς τοῦ Ἰωάννη ἔδιναν μὲ ποιὰ παιδιὰ κάνει παρέα. Εἶχαν ἀρκετὰ παραδείγματα ἀπὸ παιδιὰ τοῦ χωριοῦ τους πού, ἐνῶ ἦταν καλά, παρασύρθηκαν καὶ κατέληξαν νὰ γίνουν τύραννοι τῶν γονέων τους καὶ τῶν συγχωριανῶν τους, ἐπειδὴ ἔπιασαν φίλους ποὺ δὲν εἶχαν καλὲς ἀρχές.

Ὁ Ἰωάννης ἀπὸ μικρὸς βοηθοῦσε τοὺς γονεῖς του στὶς ἀγροτικὲς καὶ ἄλλες δουλειὲς τοῦ σπιτιοῦ. Ἔπαιρνε τὶς γίδες ποὺ εἶχαν καὶ τὶς πήγαινε στὸ δάσος νὰ βοσκήσουν. Ἐκεῖ τοῦ δινόταν ἡ εὐκαιρία, χωρὶς νὰ ἐνοχλεῖ κανέναν, νὰ προσεύχεται, νὰ ψάλλει ὕμνους ἡ νὰ τραγουδᾶ μὲ τὴ φλογέρα του. Ἀργότερα μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τοῦ πήγαινε στὸ δάσος κι ἔκοβε κλαριὰ τὰ ὁποία πήγαιναν στὸ σπίτι γιὰ νὰ ἔχουν τροφὴ γιὰ τὰ ζωντανὰ τὸ χειμώνα. Ἄλλοτε πάλι πήγαινε στὰ λιγοστὰ χωράφια ποὺ εἶχαν καὶ βοηθοῦσε στὸ πότισμα ἤ στὶς ἄλλες δουλειὲς ποὺ εἶχαν. Ὁ πατέρας τοῦ ἔλεγε ὅτι ἄν δὲν ἀγαπήσει ἀπὸ μικρὸς ὁ ἄνθρωπος τὴν ἐργασία, εἶναι ἀδύνατον ἀργότερα νὰ δουλέψει. Τὰ παιδιὰ αὐτά, ἔλεγε, θὰ ζοῦνε σὲ βάρος τῶν δικῶν τοὺς καὶ θὰ καταντήσουν μάστιγα τῆς κοινωνίας.

Οἱ γονεῖς του, μιᾶς καὶ στὸ χωριό τους δὲν ὑπῆρχε σχολεῖο γιὰ νὰ πάει νὰ μάθει γράμματα καὶ νὰ ἀκούσει τὴν ἱστορία τοῦ γένους μας, τοῦ μιλοῦσαν γιὰ τὸ ἔνδοξο παρελθὸν τῆς πατρίδας μας. Τὶς ἀτέλειωτες νύχτες τοῦ χειμώνα μαζεύονταν τὰ βράδια γύρω ἀπὸ τὸ τζάκι, ὅπου ἡ μάνα ἔψηνε στὴ χόβολη τὸ κραμποκούκι ἦ κανένα κάστανο ποὺ εἶχαν μαζέψει ἀπὸ τὸ δάσος καὶ ἄκουγαν τὸν πατέρα νὰ τοὺς διηγεῖται ἱστορίες μὲ τὰ κατορθώματα τῶν Ἑλλήνων ἤ βίους ἅγιών της ἐκκλησίας μας. Ὅλα αὐτὰ ἐπιδροῦσαν στὴν ψυχὴ τοῦ Ἰωάννη καὶ θέριευαν μέσα τοῦ τὸ ἐθνικὸ καὶ θρησκευτικὸ συναίσθημα.

Στὴ νύμφη τῆς Παμβώτιδας.

Τὰ χρόνια πέρασαν καὶ ἡ ζωὴ δυσκόλεψε. Δὲ μποροῦσαν πιὰ νὰ τὰ φέρουν βόλτα στὸ χωριό. Οἱ φόροι ποὺ πλήρωναν στοὺς κατακτητὲς ἦταν πολλοὶ καὶ δυσβάστακτοι. Κάτι ἔπρεπε νὰ κάνουν γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ζήσουν. Ἀφοῦ κουβέντιασαν τὸ πρόβλημα πολλὲς φορές, πῆραν ἀπόφαση νὰ πᾶνε στὰ Γιάννενα, ἄλλωστε δὲν ἦταν οἱ πρῶτοι ποὺ κατέφευγαν σ’ αὐτὴ τὴ λύση. Κι ἄλλοι συγχωριανοί τους πῆγαν στὰ Γιάννενα ὅπου ἐργάστηκαν καὶ πρόκοψαν. «Ἐκεῖ θὰ ἔχει τὴ δυνατότητα ὁ Ἰωάννης, εἶπε ὁ πατέρας, νὰ μάθει κάποια, τέχνη γιὰ νὰ μπορεί νὰ ἐξοικονομεῖ τὰ ἀπαραίτητα. γιὰ τὴ ζωή του».

Μὲ πόνο ψυχῆς μάζεψαν τὰ λιγοστά τους ὑπάρχοντα κι ἀφοῦ ἀποχαιρέτησαν τοὺς συγγενεῖς καὶ συγχωριανούς τους, μετὰ ἀπὸ ὁλοήμερη πορεία ἔφτασαν στὴ φημισμένη πόλη τῶν Ἰωαννίνων. Τὸ σπίτι ἑνὸς συγγενοῦς τους ἦταν ὁ χῶρος ὅπου κατέλυσαν προσωρινὰ μέχρι νὰ βροῦν δικιά τους κατοικία. Σὲ μιὰ πλατεία ἦταν ἕνα διώροφο σπίτι ὅπου νοίκιασαν τὸν κάτω ὄροφο ποὺ τὸν ἀποτελοῦσαν δυὸ δωμάτια καὶ μιὰ κουζίνα ποὺ ἦταν ξέχωρη, στὸ πίσω μέρος τῆς αὐλῆς (τὸ σπίτι αὐτὸ δὲν σώζεται σήμερα. Τὸ μόνο ποὺ μαρτυρᾶ ὅτι ἐκεῖ ἦταν τὸ σπίτι του εἶναι τὸ ὄνομα τῆς Πλατείας ποὺ σήμερα ὀνομάζεται «Πλατεία Νεομάρτυρος Ἰωάννου».). Ἡ ἑπόμενη δουλειὰ τοῦ πατέρα ἦταν νὰ βρεῖ ἕναν ἔμπιστο ἄνθρωπο γιὰ νὰ μάθει ὁ Ἰωάννης τὴν τέχνη τοῦ ράφτη. Πράγματι βρέθηκε ἕνας καλὸς Γιαννιώτης ποὺ δέχθηκε νὰ τοῦ μάθει τὴν τέχνη του. Ἔξυπνος καθὼς ἦταν γρήγορα ἔμαθε τὴ δουλειὰ καὶ μποροῦσε νὰ συνεισφέρει στὴν οἰκογένειά του. Τὸ ἀφεντικό του τὸν καμάρωνε καὶ λογάριαζε νὰ τὸν ἀφήσει στὸ πόδι του.

Ὅταν εἶχε χρόνο ἀπὸ τὴ δουλειά του πήγαινε μὲ τὸν πατέρα του στὴ λίμνη ὅπου ψάρευαν κι ἔπιαναν πεντανόστιμα γριβάδια καὶ χέλια ποὺ τὰ ἐφερναν στὴ μητέρα κι ἐκείνη τὰ μαγείρευε νὰ φάει ἡ οἰκογένεια. Δόξα τῷ Θεῷ ἔλεγαν καὶ ξανάλεγαν ὅλοι τους, δὲν μᾶς ἔλειψε τὸ φαγητὸ ποτέ.

Κι ἐδῶ ὁ Ἰωάννης δὲν ξέχασε τὰ θρησκευτικά του καθήκοντα. Κάθε Κυριακὴ πήγαινε στὴν ἐκκλησία ὅπου παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δίνει σύνεση, ὑγεία, ὑπομονὴ καὶ θάῤῥος. Ἀκόμα τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸν φυλάξει ἀπὸ τοὺς κατακτητές, καὶ ζοῦσαν πολλοὶ στὰ Γιάννενα, οἱ ὁποῖοι μόλις ἔβλεπαν κανένα φιλότιμο καὶ ἔξυπνο ἑλληνόπουλο προσπαθοῦσαν μὲ διάφορους τρόπους νὰ τὸ κάνουν νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του καὶ νὰ γίνει Τοῦρκος. Δυστυχῶς πολλοὶ δελεάστηκαν ἤ ὑπέκυψαν στοὺς κατακτητὲς καὶ ἄλλαξαν τὴν πίστη τους.

Δὲν ἄργησε ὁ θάνατος νὰ κτυπήσει τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ τους. Σὲ μικρὸ χρονικὸ διάστημα ἔφυγαν ἀπὸ τὸ μάταιο τοῦτο κόσμο οἱ γονεῖς του καὶ πῆγαν κοντὰ στὸ Θεὸ τὸν ὁποῖο τόσο ἀγάπησαν σ αὐτὴ τὴ ζωή. Μὲ λύπη τοὺς ἐνταφίασε καὶ μὲ τὴν πίστη ὅτι μιὰ μέρα θὰ τοὺς ξανασυναντήσει πάνω στὸν οὐρανό. Γιὰ τὴν ἀνάπαυση τῆς ψυχῆς τους, τοὺς ἔκανε λειτουργίες, μνημόσυνα κι ἔδωσε ἐλεημοσύνη. Δὲν ξεχνοῦσε νὰ τοὺς μνημονεύει στὶς προσευχές του καὶ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τοὺς συγχωρήσει γιὰ ὅσα ἔκαναν σὰν ἄνθρωποι, καὶ δὲν ἦταν σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του καὶ νὰ ἀναπαύσει τὶς ψυχές τους.

Ὁ παπὰς τῆς ἐνορίας τους πολὺ τὸν συμπαραστάθηκε στὶς δύσκολες τοῦτες ὧρες. «Τώρα, παιδὶ μου θὰ ἔχεις γιὰ πατέρα τὸ Θεό, τοῦ ἔλεγε. Ὅπως καὶ πρῶτα, ἔτσι καὶ τώρα, σ᾿ Αὐτὸν νὰ ἐναποθέτεις τὰ προβλήματά σου. Θὰ δεῖς πόσο θὰ σὲ ξεκουράσει ἡ προσευχή! Ἀπὸ τὴ συμμετοχή σου στὸ ποτήριο τῆς Ζωῆς θὰ ἀντλεῖς δύναμη καὶ κουράγιο γιὰ νὰ βγαίνεις νικητὴς στὸν καθημερινό σου ἀγώνα.»

Ἡ μεγάλη ἀπόφαση.

Ὁ πειρασμὸς δὲν ἀφήνει κανέναν νὰ ἡσυχάσει. Προσπαθοῦσε καὶ τὸν Ἰωάννη νὰ τὸν κάνει νὰ ξεχάσει τὶς ρίζες καὶ τὴν πίστη του βάζοντας Τούρκους νὰ τοῦ κάνουν διάφορες προτάσεις γιὰ νὰ ζήσει δῆθεν καλύτερα καὶ ἀνετότερα. Ἡ σκέψη νὰ φύγει ἀπὸ τὰ Γιάννενα κλωθογύριζε στὸ μυαλό του. Πῆρε τὴν ἀπόφαση «θὰ φύγω, θὰ πάω στὴν Πόλη, στὸ κέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας».

Ἡ εὐκαιρία δὲν ἄργησε νὰ δοθεῖ, ἄλλωστε ἀπὸ τὰ Γιάννενα πολλοὶ ἔμποροι εἶχαν δοσοληψίες μὲ τὴν Πόλη. Πληροφορήθηκε ὅτι γνωστοί του ἀποφάσισαν νὰ πᾶνε στὴν Πόλη τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου γιὰ δουλειές.

 «Μ’ αὐτοὺς θὰ πάω, εἶπε. Αὐτοὶ ξέρουν τὸ δρόμο γιατί πῆγαν καὶ ἄλλες φορές».

Ἀφοῦ πῆρε τὴν εὐχὴ καὶ τὴν ἄδεια τοῦ πνευματικοῦ του, ἑτοιμάστηκε γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι. Ἔμασε τὰ λιγοστὰ ὑπάρχοντά του κι ἀφοῦ πῆγε στοὺς τάφους τῶν γονέων του καὶ τοὺς ἀποχαιρέτησε, ξεκίνησε γιὰ τὴν βασιλεύουσα. Οἱ συμπατριῶτές του τὸν προειδοποίησαν ὅτι τὸ ταξίδι θὰ εἶναι πολυήμερο, κοπιαστηκὸ καὶ ἐπικίνδυνο. Τίποτε ὅμως δὲν πτόησε τὸ ἡρωικὸ δεκαπεντάχρονο ἡπειρωτόπουλο.

Πέρασαν κακοτράχαλα βουνά, δασοσκέπαστες πλαγιές, ρέματα καὶ ἀνώμαλα μονοπάτια μέχρι νὰ ἀντικρύσουν τοὺς βράχους τῶν Μετεώρων καὶ τὸν ἀπέραντο Θεσσαλικὸ κάμπο. Κατάκοπος ἔφτασε στὰ Τρίκαλα ὅπου ἐργάζονταν ἀρκετοὶ συμπατριῶτες του. Μὲ μεγάλη χαρὰ τοὺς ὑποδέχθηκαν καὶ τοὺς φιλοξένησαν.

Μόλις ἔμαθαν ὅτι ὁ Ἰωάννης ξέρει νὰ ράβει, τοῦ ἔφεραν σκουτιὰ γιὰ νὰ τοὺς ῥάψει ροῦχα. Τέλος τὸν ἔπεισαν νὰ διακόψει τὸ ταξίδι του καὶ νὰ παραμείνει στὰ Τρίκαλα.

Ἔμεινε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ στὰ Τρίκαλα ὅπου τὸν ἀγάπησαν ὄχι μόνο οἱ πατριῶτές του ἀλλὰ καὶ πολλοὶ Τοῦρκοι. Μάλιστα ὁρισμένοι Τοῦρκοι βλέποντας τὸν καλό του χαρακτήρα καὶ τὴν ἐργατικότητά του ἤθελαν νὰ τὸν παντρέψουν μὲ τὶς κόρες τους. Τοῦ ἔταζαν χρήματα πολλά, τιμὲς καὶ δόξες καθὼς καὶ ἄνετη ζωή. Ὁ Ἰωάννης πάντα μὲ καλὸ τρόπο καὶ μὲ διάφορες προφάσεις ἀπέῤῥιπτε τὶς προτάσεις τους. Ὅταν κατάλαβε ὅτι ὁ κλειὸς τῶν Τούρκων εἶχε γίνει πολὺ σφικτὸς καὶ ὅτι δὲν ἔπιαναν πιὰ οἱ δικαιολογίες του, ἀποφάσισε νὰ πάει ἐκεῖ ποὺ τόσο ἤθελε, στὴν Πόλη.

Στὴ Βασιλεύουσα.

Γιὰ μιὰ φορὰ ἀκόμα εἶδε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ πάνω του. Πληροφορήθηκε ὅτι μερικοὶ ἔμποροι θὰ πήγαιναν στὴν Πόλη γιὰ νὰ πουλήσουν καὶ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Μὲ τὰ πόδια διέσχισαν τὸ Θεσσαλικὸ κάμπο καὶ ἔφτασαν στὸ Βόλο. Ἐκεῖ βρῆκαν πλοῖο ποὺ πήγαινε στὴν Κωνσταντινούπολη. Μετὰ ἀπὸ κάμποσες μέρες ταξίδι ἔφτασαν στὸν προορισμό τους. Ἡ Πόλη ἦταν πνιγμένη μέσα στὴν καταχνιά. Δὲν ἄργησε ὅμως νὰ φανεῖ ὁ τροῦλλος τῆς Ἁγιασοφιᾶς. Κι ἐδῶ βρῆκε πατριῶτές του οἱ ὁποῖοι τὸν φιλοξένησαν μέχρι νὰ βρεῖ σπίτι γιὰ νὰ μείνει. Πρῶτο του καθῆκον θεώρησε ὅτι ἦταν νὰ πάει νὰ προσκυνήσει στὶς ἐκκλησιὲς καὶ νὰ εὐχαριστήσει τὸ Θεὸ ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ γίνει πραγματικότητα τὸ ὄνειρό του καὶ ἡ ἐπιθυμία του. Πῆγε καὶ στὴν Ἁγία Σοφία. Πόσο λυπήθηκε ποὺ τὸ ναὸ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, τὸ καμάρι τοῦ Βυζαντίου, τὸν ἔκαναν τζαμὶ οἱ ἀλλόθρησκοι!

Σὲ μία ἐκκλησία γνώρισε ἕναν σεβάσμιο ἱερέα ὁ ὁποῖος ἔδειξε εἰλικρινὲς ἐνδιαφέρον γι’ αὐτόν, ὅταν ἔμαθε ὅτι εἶναι νεοφερμένος στὴν Πόλη. Τὸν συμβούλεψε καὶ τοῦ μίλησε γιὰ τοὺς κινδύνους ποὺ μπορεῖ νὰ συναντήσει ἐκεῖ. «Παιδί μου, τοῦ εἶπε, μὴν ἔχεις ἐμπιστοσύνη στοὺς ὀθωμανούς. Θὰ προσπαθήσουν μὲ τὸ καλὸ καὶ μὲ ταξίματα, ἤ μὲ τὸ ζόρι νὰ σὲ ἀναγκάσουν νὰ ἄρνηθεῖς τὴν πίστη σοὺ καὶ τὴν ἐθνικότητά σου. Σκέψου ὅτι ἔχεις ψυχὴ ἀθάνατη καὶ ὅτι θὰ δώσουμε μιὰ μέρα λόγο γιὰ τὶς πράξεις μας στὸ Θεό. Μὴν ξεχνᾶς ὅτι ἀπὸ πάνω βλέπουν οἱ γονεῖς σου κάθε σου πράξη.»

Στὸν ἱερέα, ποὺ τὸν ἔκανε καὶ πνευματικό του ὁ Ἰωάννης, ἀπάντησε: «Γέροντα, σὲ παρακαλώ, μὴ μὲ ξεχνᾶς στὶς προσευχές σου. Δῶσε μου τὴν εὐχή σου γιὰ νὰ μπορέσω νὰ ἀντεπεξέλθω νικηφόρα, στοὺς πειρασμοὺς ποὺ θὰ συναντήσω στὴ ζωή μου».

Ἔμαθε ὅτι ὁ Πατριάρχης Ἱερεμίας Α΄ (1524-1545) εἶναι πατριώτης του. Ἀποφάσισε νὰ πάει νὰ τὸν γνωρίσει καὶ νὰ ζητήσει τὴν εὐχή του. Πράγματι πῆγε κι ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι νεοφερμένος στὴν Πόλη ἔδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Τὸν ρώτησε ποὺ μένει καὶ ἂν ἔχει χρήματα γιὰ τὰ φέρει βόλτα μέχρι νὰ πιάσει δουλειά.

 «Μὲ τὴν τέχνη ποὺ ξέρεις παιδί μου, ἂν εἶσαι καλός, συνεπὴς καὶ προσεκτικὸς δὲν θὰ πεινάσεις ἐδῶ. Θὰ κάνεις καταντιὰ καὶ θὰ μπορεῖς νὰ θρέψεις τὴ φαμελιά σου ποὺ μὲ τὸ καλὸ θὰ κάνεις. Πολλοὶ μὲ τὸ ῥάψιμο ἐφτιαξαν χρήματα καὶ πρόκοψαν. Μόνο μὴ ξεχάσεις ποτὲ ὅτι εἶσαι Ῥωμιὸς καὶ Ὀρθόδοξος Χριστιανός. Νὰ προσέχεις πολὺ μὲ ποιοὺς θὰ κάνεις παρέα, γιατί ἐδῶ ὑπάρχοῦν ἀπὸ χίλιες καρυδιὲς καρύδια. Ὅταν χρειαστεὶς κάτι μὴ δειλιάσεις νὰ ῥθεῖς νὰ μὲ συναντήσεις. Η πύλη τοῦ Πατριαρχείου εἶναι πάντα ἀνοιχτὴ σ’ ὅλους».

Γρήγορα ἔστησε τὸ ῥαφεῖό του. Ῥαγιάδες καὶ Τοῦρκοι τοῦ ἐφερναν ὑφάσματα γιὰ νὰ τοὺς ῥάψει. Ὅλοι ἔμειναν εὐχαριστημένοι καὶ πάντα προέτρεπαν καὶ ἄλλους νὰ πᾶνε σ᾿ αὐτὸν νὰ ράψουν τὶς φορεσιές τους. «Εἶναι χρυσοχέρης καὶ μπεσαλής. Τέτοιος ῥάφτης δε ματαπέρασε ἀπὸ δῶ» ἔλεγαν ὅλοι τους.

Δελεαστικὲς προτάσεις

Οἱ Τοῦρκοι, βλέποντας τὰ χαρίσματά του καὶ τὴν ἐργατικότητά του δὲν ἄργησαν νὰ συζητοῦν γὶ αὐτόν. «Μπρέ, αὐτὸν τὸν Γκιαούρη ἀξίζει νὰ τὸν κάνεις γαμπρό σου. Ἡ κόρη σου θὰ ζήσει μαζί του εὐτυχισμένα Δὲ βλέπεις τὶ κορμοστασιὰ ἔχει, ἄμ’ ἐκεῖνο τὸ πρόσωπό του ἀγγελικὸ εἶναι, τὸ δὲ μυαλό του ξουράφι καὶ στὴν τέχνη του πρῶτος. Σὲ τίποτε δὲν ὑστερεῖ».

Δὲν ἄργησαν οἱ προτάσεις νὰ καταφθάσουν καὶ οἱ προσκλήσεις νὰ πάει στὰ σπίτια τους νὰ τὸν φιλέψουν. Τοῦ ἔταζαν λεφτὰ καὶ ἄνετη ζωή, ἂν δεχόταν νὰ τὸν κάνουν παιδί τους. Αὐτὸς ὅμως πάντα ἀπέῤῥιπτε ὅ,τι τοῦ ἔλεγαν. Δὲν δελεαζόταν ἀλλὰ παρακαλοῦσε τὸ Θεὸ νὰ τοῦ δώσει δύναμη καὶ θάῤῥος νὰ μὴν ὑποκύψει στὶς προτάσεις τους. Ὁ πνευματικός του ἦταν τὸ καταφύγιό του. Ἀπὸ τὸ πετραχήλι τοῦ ἀντλοῦσε δύναμη καὶ δὲν ἐνέδινε. Οἱ Τοῦρκοι, ὅταν εἶδαν ὅτι μὲ τὸ καλὸ δὲν μποροῦσαν νὰ φέρουν κανένα ἀποτέλεσμα, ἄρχισαν νὰ τὸν ἀπειλοῦν ὅτι, ἂν καὶ ῥαγιάς, τοὺς καταφρονεῖ, δὲν τοὺς καταδέχεται καὶ τοὺς περιπαίζει.

Μιὰ μέρα ἐκεῖ ποὺ ἦταν σκυμμένος πάνω ἀπὸ ἕνα ὕφασμα καὶ ἐῤῥαβε, ἔφτασε στὸ μαγαζὶ ὁ Μουράτ, ποὺ ἦταν πελάτης του καὶ πολλὲς φορὲς τοῦ εἶχε κάνει προτάσεις νὰ τὸν παντρέψει, γιὰ νὰ δεῖ ἄσπρη μέρα, ὅπως τοῦ ἔλεγε. «Ἄνοιξε ἡ τύχη σου, Ἰωάννη, τοῦ εἶπε μόλις μπῆκε στὸ μαγαζί. Μακάρι τέτοια τύχη νὰ εἶχαν καὶ τὰ παιδιά μου. Νὰ μωρέ, ὁ Πασᾶς ποὺ κάθεται ἀπέναντι σ᾿ αὐτὸ τὸ παλάτι σὲ ἐκτίμησε καὶ θέλει νὰ σὲ κάνει παιδί του. Θέλει νὰ σὲ παντρέψει μὲ τὴν κόρη του τὴ Φατιμᾶ ποὺ εἶναι σὰν τὰ κρύα τὰ νερὰ κι ὅλοι τὴν κοιτάζουν καὶ θέλουν νὰ τὴν κάνουν γυναίκα τους. Θὰ βρεῖς, ὅπως ξέρεις, χρήματα πολλά, ὑπηρέτες, θὰ γίνεις ἀφέντης, ποιὸς στὶς χάρες σου. Ξέρεις πόσοι θὰ σὲ καλοτυχίσουν ἤ θὰ σὲ ζηλέψουν; Ἄχ, νὰ εἶχαν καὶ τὰ παιδιά μου τέτοια τύχη. Δὲν πιστεύω νὰ μὲ ξεχάσεις, ἅμα γίνεις γαμπρὸς τοῦ Πασᾶ; Τί κάθεσαι ἀκόμα καὶ μὲ κοιτάζεις σὰ ζωντόβολο, παράτα τὸ βελόνι καὶ πᾶμε νὰ δώσεις τὸ χέρι σου στὸ Πασᾶ. Πᾶμε περιμένει δὲ βλέπεις ποὺ ἔχουν τραβήξει τὰ κουρτινάκια ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ περιμένουν νὰ δοῦν πότε θὰ πᾶμε. Νὰ δεῖς τὶ τραταρίσματα ἔχουν ἑτοιμάσει γιὰ τὴν ὥρα αὐτή. Ἄντε πᾶμε» κι ἄρχισε νὰ τὸν τραβὰ ἀπὸ τὸ μανίκι του.

Ὁ Ἰωάννης ὅλη τὴν ὥρα ποὺ ὁ Τοῦρκος μονολογοῦσε προσευχόταν στὸ Θεὸ νὰ τοῦ δώσει φώτιση νὰ ἀντίδραση, ὅπως ἁρμόζει σὲ χριστιανὸ καὶ Ἕλληνα.

 «Κάτσε Μουρὰτ ἀφέντη, νὰ κουβεντιάσουμε λίγο, γιατί δὲν εἶναι τόσο εὔκόλα αὐτὰ ὅπως τὰ λές. Ὁ γάμος δὲν εἶναι παῖξε γέλασε, θέλει πολὺ σκέψη καὶ μετὰ νὰ ἀποφασίσεις. Ξεχνᾶς ὅμως κάτι τὸ πολὺ σοβαρὸ ὅτι ἐγὼ εἶμαι χριστιανός, πῶς θὰ γίνει αὐτὸς ὁ γάμος;»

Δὲν πρόλαβε νὰ ἀποσώσει τὴν κουβέντα του κι ὁ Μουρὰτ πῆρε τὸ λόγο καὶ ἐπιτακτικά του λέγει: «Μωρὲ τέτοια προσβολὴ ἀπὸ γκιαούρη δὲν ματάδαμε, οὔτε ματακούστηκε. Ἐσὺ δὲν προσβάλλεις μόνο τὸν Πασὰ ἀλλὰ καὶ τὸν μεγάλο προφήτη, τοῦ Ἀλάχ. Ὁ Πασᾶς θέλει νὰ σὲ βγάλει ἀπὸ τὴ μιζέρια καὶ τὸ ἀνήλιαγο μπουντρούμι κι ἐσὺ τὸν περιφρονεῖς. Θὰ δεῖς ὅτι θὰ γίνει αὐτὸς ὁ γάμος θέλεις δὲ θέλεις. Ἂν δὲ γίνει μὲ τὸ καλὸ θὰ γίνει μὲ ἄλλο τρόπο, ἐμεῖς οἱ Τοῦρκοι δὲν ἀνεχόμαστε προσβολὲς σὰν κι αὐτὲς ἀπὸ τοὺς γκιαούρηδες. Ἂν δὲν παντρευτεῖς τὴ Φατιμά, σὲ περιμένουν τέτοια, μαρτύρια, ποὺ δὲν μπορεῖς νὰ τὰ βάλεις στὸ μυαλό σου. Ξανασκέψου τὸ γιὰ νὰ μὴ μετανοιώσεις».

Ἀφοῦ ἀπόσωσε αὐτά, ἔφυγε τρέχοντας ὁ Μουρὰτ ἀπὸ τὸ μαγαζί. «Τώρα ἀρχίζει ἡ θύελλα» μονολόγησε ὁ Ἰωάννης. Καθὼς ἦταν μόνος του στὸ μαγαζὶ ἔπεσε στὰ γόνατα Καὶ προσευχήθηκε, «Θεέ μου μεγαλοδύναμε, ἐσὺ ποὺ κρατᾶς στὰ χέρια σου τὴ ζωὴ ὅλων μας, ἐγὼ ὁ ἀνάξιος δοῦλός σου σὲ παρακαλῶ καὶ σὲ ἱκετεύω, ῥύσαι με ἀπὸ τοῦτον τὸν πειρασμό. Ἄν ὅμως εἶναι θέλημα Σου νὰ μαρτυρήσω γιὰ τὴν πίστη μου, δῶσέ μου τὴ δύναμη καὶ τὸ θάῤῥος νὰ ἀντέξω ὅλα ὅσα θὰ μοῦ κάνουν οἱ Τοῦρκοι γιὰ νὰ λυγίσω καὶ νὰ Σὲ ἀρνηθῶ».

Οἱ φωνὲς ποὺ ἀκούστηκαν τὸν ἔκαναν νὰ διακόψει τὴν προσευχή του καὶ νὰ σηκωθεῖ. Τρέχοντας μπῆκε μέσα ὁ Ἰμπραὴμ μὲ δυὸ ἄλλους ἐξαγριωμένους Τούρκους. «Ὁ Πασὰς ἂν καὶ εἶναι πολὺ στενοχωρημένος γιὰ τὴν προσβολὴ ποὺ τοῦ ἔκανες σὲ συγχωρεῖ, ἐπειδὴ θέλει νὰ σὲ κάνει ἀφέντη, καὶ διάδοχό του. Σοῦ δίνει διορία μέχρι αὔριο νὰ τὸ σκεφτεῖς καὶ νὰ πάρεις τὴ σωστὴ ἀπόφαση. Ἂν συνεχίσεις νὰ τὸν προσβάλλεις νὰ ξέρεις ὅτι μέχρις ἐδῶ εἶναι ἡ ζωή σου. Ἐμεἷς δὲ δεχόμεθα προσβολὲς ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ τοὺς τιμᾶμε. Ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς μὲ μας θὰ ἔχεις νὰ κάνεις». Σὰ σίφουνας, ἔφυγε ὁ Ἰμπραὴμ καὶ ἡ παρέα του.

Ὁ Ἰωάννης μετὰ βγῆκε ἔξω στὴν πόρτα τοῦ μαγαζιοῦ νὰ δεῖ ἂν περνᾶ κάποιος γνωστός του, δυστυχῶς δὲν ἦταν κανένας. Δὲν ἦταν ὅμως μόνος του. Δίπλα του ἦταν ὁ φύλακας ἄγγελός του καὶ πάνω του ὁ Θεὸς καὶ ἡ κυρὰ ἡ Παναγιὰ ποὺ πάντα τὸν προστατεύουν καὶ τὸν φυλάγουν ἀπὸ κάθε κακὸ καὶ πειρασμό.

Στὸ μαρτύριο.

Τὸ ὑπόλοιπό της ἡμέρας πέρασε χωρὶς νὰ συμβεῖ κάτι τὸ ἰδιαίτερο. Ὅταν ἔκλεισε τὸ μαγαζί, ἂν καὶ κατάκοπος καὶ νηστικός, κατευθύνθηκε στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ βρεῖ τὸν πνευματικό του, ἄλλωστε σὲ λίγες μέρες ἔφτανε ἡ μεγαλύτερη ἑορτὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, τὸ Πάσχα. Δὲν ἄργησε νὰ φτάσει στὸ ναό. Ὁ ἱερέας τὸν δέχθηκε μὲ ἀγάπη καὶ καλωσύνη. Ὁ Ἰωάννης τοῦ διηγήθηκε ὅλα ὅσα συνέβησαν στὸ μαγαζί. Ὁ παππούλης τὸν ἄκουσε μὲ προσοχή. «Παιδί μου, ἀπ᾿ ὅσα μου εἶπες συμπεραίνουμε ὅτι, ἂν δὲν θέλεις νὰ ἀλλάξεις τὴν πίστη σου, δύο λύσεις ὑπάρχουν. Ἤ θὰ φύγεις ἀμέσως ἀπὸ τὴν Πόλη καὶ θὰ πᾶς ἀλλοῦ νὰ ζήσεις ἡ ἂν μείνεις ἐδῶ νὰ μαρτυρήσεις γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν πίστη μας, ὅπως ἔκαναν κι ἄλλοι πρὶν ἀπὸ σένα».

 «Γέροντα, προτιμῶ νὰ μείνω ἐδῶ καὶ νὰ μαρτυρήσω παρὰ νὰ φύγω καὶ σὲ ὅλη μου τὴ ζωὴ νὰ ἔχω τύψεις ὅτι δείλιασα. Τί τὴ θέλω τέτοια ζωή;»

 «Σωστὰ μίλησες παιδί μου. Μόνο ποὺ χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν προστασία τῆς Παναγίας μας εἶναι ἀδύνατο νὰ ὑπομείνεις τὰ μαρτύρια ποὺ θὰ σοῦ κάνουν οἱ Τοῦρκοι. Αὔριο θὰ λειτουργήσω, ἔλα νὰ κοινωνήσεις γιὰ νὰ εἶσαι πάνοπλος γιὰ τὸ μαρτύριο καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἄφησέ τα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Προσευχήσου πολὺ ἀπόψε γιὰ νὰ πάρεις δύναμη καὶ κουράγιο γιὰ ὅσα πρόκειται νὰ συμβοῦν, ἂν τὸ ἐπιτρέψει ὁ Θεός».

Ὅλο τὸ βράδυ σχεδὸν δὲν κοιμήθηκε. Προσευχόταν στὸ Θεὸ νὰ τοῦ δώσει θάῤῥος νὰ ὑπομείνει τὰ μαρτύρια ποὺ θὰ τὸν ὑπέβαλλαν οἱ Τοῦρκοι. Γνώριζε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἂν βάλουν κάτι στὸ μυαλό τους κάνουν τὸ πᾶν νὰ τὸ πετύχουν. Ἐπιμένουν μέχρι τέλος.

Πρὶν ἀκόμα φέξει, ἔφυγε ἀπὸ τὸ σπίτι του γιὰ τὴν ἐκκλησία. Ὅταν ἔφτασε, κάθισε σὲ μιὰ σκοτεινὴ γωνιὰ κι ἀπὸ ἐκεῖ παρακολούθησε τὴ Θεία Λειτουργία. Στὸ «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε» μὲ πολλὴ προσοχὴ πλησίασε γιὰ νὰ πάρει μέσα του τὸν Ἀχώρητο Θεό. Πόσο διαφορετικὰ ἔνιωσε τώρα! Ὁ ἐσωτερικός του κόσμος πλημμύρισε ἀπὸ αἰσιοδοξία καὶ χαρά. «Θὰ μαρτυρήσω γιὰ τὸ Χριστό. Ὑπάρχει μεγαλύτερη τιμὴ γιὰ ἕνα χριστιανό;»

Ἀφοῦ ἄκουσε, μετὰ τὴ Λειτουργία, τὶς συμβουλὲς τοῦ πνευματικοῦ του καὶ πῆρε γιὰ μιὰ ἀκόμα φορᾶ τὴν εὐχή του πῆγε στὸ μαγαζί του, ἀποφασισμένος νὰ ἀντιμετωπίσει μὲ γενναιότητα ὅσα ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν. Εἶχε νὰ παραδώσει καὶ μερικὰ ροῦχα ποὺ εἶχε τελειώσει τὸ ράψιμό τους.

Κατὰ τὸ μεσημέρι πέρασε ἀπὸ κεῖ ὁ Μουράτ, ποὺ τὸν καλόπιασε στὴν ἀρχή, ἀλλὰ ὅταν τοῦ εἶπε ὅτι μένει σταθερὸς στὶς θέσεις του φεύγοντας τοῦ εἶπε: «Ὁ Πασᾶς κι ἐμεῖς οἱ Τοῦρκοι δὲ χωρατεύουμε. Ἐπειδὴ, μπρέ, σὲ ἐκτιμᾶ, πολύ ὁ Πασᾶς, σοῦ δίνει ἀκόμα μιὰ μέρα νὰ σκεφτεῖς καλὰ καὶ νὰ πάρεις τὴ σωστή, ἀπόφαση. Ἂν δὲν ἀλλάξεις σκέψεις καὶ ἀποφάσεις, ἡ αὐριανὴ μέρα, ἡ Παρασκευή, ποὺ εἶναι ἡ μέρα τοῦ Προφήτη, θὰ εἶναι ἡ τελευταία μέρα τῆς ζωῆς σου. Σκέψου καὶ ἀποφάσισε. Δὲν σὲ σώζει τίποτε, ἂν δὲν ἀλλάξεις γνώμη.»

Ἡ ὑπόλοιπη μέρα πέρασε χωρὶς κάτι τὸ ἀξιοπερίεργο. Τὸ βράδυ πῆγε στὸ ναὸ ὅπου ἄκουσε τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια καὶ τοὺς ἐξαίσιους ὕμνους τῆς ἡμέρας. Πόση δύναμη πῆρε! Προσευχήθηκε πολύ. Σὲ ὅσους τὸν πλησίασαν, ποὺ εἶχαν μάθει ὅσα τοῦ συνέβαιναν, τοὺς ζήτησε νὰ προσευχηθοῦν γὶ αὐτόν, νὰ μὴ λυγήσει καὶ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του. Τὴν ἄλλη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, πῆγε στὸ μαγαζί του μετὰ τὴν ἀκολουθία τῆς Ἀποκαθηλώσεως. Ἔξω ἀπὸ τὸ μαγαζὶ ἦταν δυὸ Τοῦρκοι οἱ ὁποῖοι περίμεναν μὲ ἀνυπομονησία νὰ ἀκούσουν τί ἀπάντηση θὰ δώσει. Ὅταν ἀκοῦσαν ὅτι δὲ θέλει νὰ παντρευτεῖ τὴν κόρη τοῦ Πασᾶ ρίχτηκαν πάνω του καὶ ἄρχισαν νὰ τὸν κτυποῦν καὶ νὰ τὸν τραβοῦν πρὸς τὸ κέντρο τῆς πόλεως. Σὲ λίγο πλῆθος Τούρκων τοὺς ἀκολουθοῦσαν ποὺ κλωτσοῦσαν καὶ κτυποῦσαν τὸν Ἰωάννη.

Δὲν ἄργησαν νὰ φτάσουν μπροστὰ στὸν κατή. Ἐκεῖνος πῆρε τὴ θέση του καὶ ἄκουγε τοὺς ὁμοεθνεῖς του τὶ μαρτυροῦσαν κατὰ τοῦ Ἰωάννη. «Αὐτὸς προσέβαλε τὴ θρησκεία μας, τὸν μεγάλο μας Προφήτη, καὶ τὸ Πασᾶ. Τοῦ ἀξίζει θάνατος μαρτυρικός, ἂν μπροστά σου δὲν ἀλλάζει γνώμη». Θάνατος, θάνατος φώναζαν ὅλοι, θάνατος στὸν ἄπιστο, θάνατος στὸ γκιαούρη. Στὰ Τρίκαλα ἀσπάσθηκε τὴ θρησκεία μας καὶ ἐδῶ κάνει τὸ χριστιανό. Δὲν δεχόμεθα ἐμεῖς τέτοια προσβολή».

Μιὰ λαοθάλασσα περιέκλυε τώρα τὸν Ἰωάννη ποὺ τὸν ἀπειλοῦσε καὶ ζητοῦσε νὰ πάρει ἐκδίκηση γιατί δὲν γίνονταν μωαμεθανός. Ἐνῶ τὰ πάντα σείονταν ἀπὸ τὶς φωνές, σηκώθηκε ὁ κατὴς κι ἀφοῦ ἔκαναν ὅλοι ἡσυχία, ὅπως ζήτησε, ρώτησε τὸν Ἰωάννη, ἂν ἀποφάσισε νὰ ξαναγίνει Μωαμεθανὸς καὶ γαμπρὸς τοῦ Πασᾶ.

Ὁ Ἰωάννης δυνατὰ καὶ σταθερὰ ἀπάντησε: «Δὲν ἔγινα ποτὰ Μωαμεθανός. Δὲν ἀλλάζω τὴν πίστη, μοῦ καὶ τὴν ἐθνηκότητά μου. Ἕλληνας καὶ Χριστιανὸς γεννήθηκα, Ἕλληνας καὶ Χριστιανὸς θὰ πεθάνω. Μὴ χάνετε τὰ λόγια σας δὲν πρόκειται νὰ ἀλλάξω γνώμη, θὰ πεθάνω γιὰ τὰ Χριστό μου».

Ἕνας Τοῦρκος, ὅταν ἄκουσε αὐτά, τὸν κτύπησε στὸ στόμα. Ὁ κατὴς διέταξε νὰ τὸν μαστιγώσουν ἐπὶ τόπου. Σὲ λίγο τὸ κορμί του ἦταν βαμμένο στὸ αἷμα. Αὐτὸς μὲ καρτερία ὑπέμεινε τὸ μαστίγωμα, ἔχοντας στὸ νοῦ του ὅτι σὰν αὐτὴ τὴ ἥμερα μαστιγώθηκε καὶ πέθανε στὸ Σταυρὸ ὁ Κύριός μας.

Οἱ Χριστιανοὶ ποὺ ἀπὸ μακριὰ παρακολουθοῦσαν ὅσα γίνονταν καὶ προσεύχονταν στὸ Θεὸ νὰ τοῦ δώσει δύναμη νὰ ὑπομείνει καὶ νὰ μὴ λυγίσει. Ὅταν ὁ κατὴς εἶδε ὅτι καὶ τώρα δὲν ἄλλαζε γνώμη διέταξε νὰ τὸν κλείσουν στὸ πιὸ σκοτεινὸ κελλὶ τῆς φυλακῆς, μήπως συνετισθεῖ.

Ὁ Πατριάρχης φοβήθηκε μήπως ἀρχίσει διωγμὸς κατὰ τῶν χριστιανῶν γὶ αὐτὸ ἔδωσε χρήματα στὸν κατὴ νὰ μὴ τὸν δικάσει τὶς μέρες αὐτές. Τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας ὁ Ἰωάννης τὴν γιόρτασε στὴ φυλακὴ ἔχοντας παρέα ἐγκληματίες, τὰ ποντίκια, τὶς ἀκαθαρσίες, τὴν πείνα καὶ τὴ δίψα. Ἔψαλλε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ ἄλλους ὕμνους ποὺ γνώριζε. Προσευχήθηκε πολύ. Ἔνιωθε τὸν Ἀναστάντα Κύριο δίπλα του, νὰ τοῦ δίνει δύναμη καὶ θάῤῥος. Γιὰ μία ἑβδομάδα δὲν τὸν ἔφεραν στὸ δικαστήριο. Ἦταν πρωὶ τῆς Παρασκευῆς τῆς Διακαινησίμου ὅταν δυὸ στρατιῶτες μπῆκαν στὸ κελί του καὶ τὸν ἔσυραν στὸ δικαστήριο. Ἐκεῖ ὁ κατὴς τὸν ρώτησε ἂν θὰ γίνει μουσουλμάνος. Ὅταν ἄκουσε ὅτι μένει σταθερὸς στὴν Πίστη του ποὺ εἶναι ἡ μόνη ἀληθινὴ θρησκεία καὶ ἄρχισε νὰ ψάλλει μὲ δυνατὴ φωνὴ τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» διέταξε νὰ ἀνάψουν φωτιὰ στὴν πλησιέστερη πλατεία καὶ νὰ τὸν ρίξουν μέσα. Ἀστραπιαία οἱ Τοῦρκοι ὕψωσαν μιὰ στοίβα ξύλα τὰ ὁποία ἄναψαν φωτιά. Ὅταν οἱ φλόγες ἄρχισαν νὰ γλύφουν τὸν οὐρανὸ τὸν ἐῤῥιξαν μέσα νὰ καεῖ. Τότε συνέβει ἕνα ἀπροσδόκητο γεγονὸς «οἱ ὑπηρέται τοῦ οἴκου ἐκείνου, ἔμπροσθεν τοῦ ὁποίου ἤναψαν τὴν πυράν, βαρέως ἔφερον τὸ νὰ καύσουν ἄνθρωπον ἐκεῖ, ἔμπροσθεν τῆς οἰκίας τοῦ αὐθέντου των, ἁρπάσαντες ξύλα ὥρμησαν κατὰ τῶν φονέων ἐκείνων καὶ οὕτω τοὺς ἀπεδίωξαν ἐκεἶθεν. Οἱ δὲ φονεῖς, παραλαβόντες τὸν Μάρτυρα μισοκαυμένον, ἐλέγχοντα αὐτοὺς καὶ δοξολογοῦντα τὸν Χριστόν, τὸν ὡδήγησαν ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐκεῖ ἀνάψαντες μεγαλυτέραν πυράν, ἐπλησίασαν τὸν Ἅγιον εἰς αὐτήν, διὰ νὰ τὸν καύσουν».

Πράγματι ἡ φωτιὰ ἄναψε καὶ ἐνῶ ἦταν ἕτοιμοι νὰ τὸν ρίξουν μέσα, πήδησε μόνος του. Τότε ἔγινε θαύμα, ὁ Ἰωάννης δὲν ἐκαίγετο ἀλλὰ συνέχεια ἔψαλλε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη». Χριστιανοὶ δωροδόκησαν ἕναν δήμιο κι αὐτὸς μὲ τὴ σπάθα τοῦ τοῦ ἔκοψε τὸ κεφάλι. Στὴ συνέχεια ἐῤῥιξαν στὴ φωτιὰ τὸ λείψανο τοῦ νεομάρτυρα γιὰ νὰ καεί.

Ὁ βιογράφος του γράφει: «Οὕτω δ’ ἐξέπνευσεν ὁ γενναῖος τοῦ Χριστοῦ μάρτυς, ἐκ τῶν λειψάνων του ἐλάχιστον μόνον μέρος καὶ ἰδίως τὴν κεφαλήν, ἀντὶ πολλῶν χρημάτων, διέσωσαν οἱ Χριστιανοί, εἰς τὸν Πατριαρχικὸν ναὸν ἀποκομίσαντες». Ἔτσι στὶς 18 Ἀπριλίου τοῦ 1526 ἡ ψυχὴ τοῦ πέταξε στὸν οὐρανὸ ὅπου βρίσκεται κοντὰ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ καὶ μεσιτεύει γιὰ ὅσους ζητοῦν τὴν προστασία του καὶ τὴ βοήθειά του.

Ἡ Ἁγία Κάρα – Εἰκόνες – Θαύματα.

Σήμερα ἡ Ἁγία του κάρα φυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Βαρλαὰμ τῶν Ἅγιων Μετεώρων. Ἐπάνω στὴ λειψανοθήκη διαβάζουμε: «Ἡ Ἱερὰ αὕτη καὶ τιμία κάρα τοῦ Ἁγίου καὶ ἔνδοξου νέου μάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, ὑπάρχει κτῆμα ἀρχαῖον τῆς ἐν Μετεώροις Ἱερᾶς καὶ Σεβασμίας Μονῆς τῶν Ἁγίων Πάντων τῆς καὶ Βαρλαὰμ καλούμενης ἐκαλλωπίσθη δὲ ἔπειτα ἡ παροῦσα ἀργυρᾶ θήκη ὡς ὁρᾶται ἀπὸ τῆς πρωτῆς καὶ εἰς τὸ θεοπρεπέστερον ἐπὶ τῆς προστασίας τοῦ ὁσιωτάτου σκευοφύλακὸς τῆς αὐτῆς Ἱερᾶς καὶ σεβασμίας μονῆς γεροΠαϊσίου, ἐν ἔτει 1764 (άψξδ) κατὰ μῆνα Δεκέμβριον, διὰ χειρὸς Χριστοδούλου ἱερέως Καλαρύτου». Στὸ καθολικό της μονῆς Βαρλαὰμ ὑπάρχει ἀκόμα τοιχογραφία τοῦ Νεομάρτυρος Ἰωάννου. Ὁ ἁγιογράφος τὸν ἀπεικόνισε ψηλό, ξανθό, δυνατό, νέο, στολισμένο μὲ φωτοστέφανο καὶ μαρτυρικὸ κάλυμμα. Στὸ δεξὶ χέρι κρατρὰ Τίμιο Σταυρὸ καὶ στὴ μέση ἔχει ζώνη ἀπὸ λευκὸ καὶ μπλὲ χρῶμα. Τὰ σπινθηροβόλα μάτια του κοιτάζουν πρὸς τὸν οὐρανό, τὴν αἰώνια πατρίδα μας. Ἀκόμα στὴ λιτή του παρεκκλησίου τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, ἁγιογραφήθηκαν τελευταία σκηνὲς ἀπὸ τὸ μαρτύριό του.

Εἰκόνες τοῦ ἀκόμα εἴδαμε: στὸ παρεκκλήσιο ποὺ βρίσκεται δίπλα ἀπὸ τὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἅγιας Μαρίνης Ἰωαννίνων, ποὺ τιμᾶται ἐπ ὀνόματί του. Ἐπίσης ὑπάρχει στὸν προσκυνηματικὸ Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων στὰ Ἰωάννινα καὶ στὸ νέο καθολικό της Ἱερᾶς Μονῆς Καστρίτσας.

Οἱ χριστιανοὶ τῆς Πόλης ἀμέσως μετὰ τὸ μαρτύριο ἄρχισαν νὰ καταφεύγουν στὸν ἅγιο, καὶ νὰ ζητοῦν τὴ βοήθειά του. Σύντομα ἔγινε γνωστὸς καὶ ἐκτός της Βασιλεύουσας, ὅπου ἔκανε θαύματα. Ὁ Πρωτόπαπας τοῦ Ναυπλίου Νικόλαος Μαλαξὸς κατέγραψε θαύματα ποὺ ἔγιναν στὸ Ναύπλιο καὶ ἀλλοῦ. Ὁ ἴδιος κατεῖχε τεμάχιο ἀπὸ τὰ ἱερὰ λείψανα τοῦ Νεομάρτυρα, δῶρο ἑνὸς φίλου του ποὺ λεγόταν Γρηγόριος καὶ ἦταν πατριαρχικὸς ἔξαρχος στὸ Ναύπλιο. Ὁ Γρηγόριος ὅταν ἦλθε στὸ Ναύπλιο ἔφερε μαζί του ἅγια λείψανα καὶ ἀκολουθία τοῦ Νεομάρτυρα ποὺ ἔγραψε ὁ μέγας ρήτωρ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας Ἀντώνιος τὸν ὁποῖο χαρακτηρίζει «Σοφώτατον». Ἀκολουθία πρὸς τιμὴν τοῦ Νεομάρτυρος ἔγραψε καὶ ὁ μακαριστὸς ὑμνογράφος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης.

Στὰ Ἰωάννινα ἡ μνήμη τοῦ ἑορτάζεται στὸν Ἱερὸ Ναὸ τῆς Ἁγίας Μαρίνης τὴν Τρίτη της Διακαινησίμου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΙΗ!!

ΙΩΑΝΝΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ

ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ

 (Γερασίμου Μικραγιαννανίτου)

 

ΜΕΓΑΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΣ

 

Μετὰ τὸν Προοιμιακόν, τό· Μακάριος ἀνήρ. Εἰς δὲ τό· Κύριε ἐκέκραξα, ἱστῶμεν στίχους στ᾿, καὶ ψάλλομεν τὰ ἑξῆς Προσόμοια. Ἦχος β´. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.

Ἔχων, τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, ἐν τῇ καθαρᾷ σου καρδίᾳ, τὸ πῦρ τὸ ἄϋλον, πρὸς τὸ τῆς ἀθλήσεως, ἅγιον στάδιον, γηθοσύνως ἐχώρησας, νεότητος ὥραν, καὶ πάντα τὰ γήϊνα, λιπὼν ὡς πρόσκαιρα· ὅθεν καὶ νομίμως ἀθλήσας, ᾔσχυνας τῆς πλάνης τὸ κράτος, Μάρτυς Ἰωάννη χαριτώνυμε.

 

Ὢ τῆς, μακαρίας σου φωνῆς! σὺ γὰρ ἐν πολλῇ παῤῥησίᾳ, Χριστὸν ἐκήρυξας, καὶ αὐτοῦ ἀνύμνησας, εὐφήμῳ στόματι, τὴν ἁγίαν Ἀνάστασιν, τῶν ἐχθρῶν ἐν μέσῳ, καὶ τούτων ἐφίμωσας, τὸ στόμα Ἅγιε· ὅθεν πάντα πόνον ἐνέγκας, ὤφθης Ἀθλητὰ Ἰωάννη, Μάρτυς τοῦ Σωτῆρος ἀκαθαίρετος.

 

Χαίρων, καθυπέστης ἀνδρικῶς, ἐν ἀγαλλιάσει καρδίας ἀξιοθαύμαστε, τὴν δριμεῖαν ἔκκαυσιν, πυρὸς τοῦ βρέμοντος, δρόσον θείαν δεχόμενος, ἰσχύος Κυρίου, καὶ ὡς θῦμα τέλειον, καὶ προσφορὰ ἐκλεκτή, τούτῳ Ἰωάννῃ προσήχθης, παρ’ οὗ καὶ λαμπρῶς ἐδοξάσθης, ἰαμάτων χάρισι τοῖς πέρασι.

 

Προσόμοια ἕτερα. Ἦχος δ´. Ὁ ἐξ ὑψίστου κληθείς.

Ὁ τῶν Μαρτύρων τὸν ζῆλον κεκτημένος, ὅτε πρὸς τὰ σκάμματα τὰ τῆς ἀθλήσεως, ἀνδρειοφρόνως εἰσέδραμες, ἐνδεδυμένος, τὴν δυναστείαν τοῦ Παντοκράτορος, τότε ὡμολόγησας Χριστοῦ τὴν σάρκωσιν, καὶ τὴν ἀπάτην κατῄσχυνας, σαρκὸς μὴ δείσας, τὰ πολυώδυνα κολαστήρια, καὶ θριαμβεύσας τῇ ἐνστάσει σου, τοῦ ἐχθροῦ τὴν παράταξιν ἔνδοξε, Ἰωάννη παμμάκαρ, Μαρτύρων στέφος εἴληφας.

 

Ὁ ἐν τῇ πόλει τοῦ Βύζαντος ἀθλήσας, ὅτε τὴν οὐράνιον δρόσον τοῦ Πνεύματος, ἐν τῇ ψυχῇ σου εἰσδέδεξαι, τὸν νοῦν σου πάσης, τῆς τῶν γηΐνων χωρίσας σχέσεως, τότε ἀγαλλόμενος τὸ πῦρ ὑπέμεινας, καὶ τῆς ἀπάτης κατέφλεξας, τὴν ὕλην πᾶσαν, μὴ δειλιάσας πόνους τοῦ σώματος, καὶ προσηνέχθης τῷ Θεῷ ἡμῶν, προσφορὰ ὡς εὐώδης καὶ ἄμωμος, καὶ σεπτὸν ἱερεῖον, Ἰωάννη παμμακάριστε.

 

Ἰωαννίνων τὸ ἄνθος τὸ ὡραῖον, Μαρτύρων ὁ σύναθλος καὶ ἰσοστάσιος, ἡ μυροθήκη ἡ ἔμψυχος, ἔρωτος θείου, τὸ τῆς ἁγνείας θεῖον ἀλάβαστρον, ὑμνείσθω ἐν ᾄσμασιν ἐνθέοις σήμερον, ὁ Ἰωάννης ὁ ἔνδοξος, ὁ στρατιώτης, Χριστοῦ ὁ νέος καὶ ἀκατάπληκτος, ὁ καταπλήξας τὸν ἀντίπαλον, τῇ αὐτοῦ εὐσθενείᾳ καὶ χάριτι, καὶ πρεσβεύων δοθῆναι, ἱλασμὸν ἡμῖν καὶ ἔλεος.

 

Δόξα. Ἦχος πλ. δ´.

Σήμερον ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης, ὡς ἄνθος ὤφθη νοητόν, ἐν τῇ τοῦ ἔαρος ὥρᾳ, καὶ τῶν πιστῶν εὐφραίνει τὰς ψυχάς, τῶν αὐτοῦ χαρισμάτων τῇ εὐπνοίᾳ ἀθλητικὸν γὰρ ἀνύσας στάδιον, πρὸς εὐφροσύνην ἑόρτιον συγκαλεῖται ἡμᾶς, βοῆσαι αὐτῷ· χαίροις τῶν πάλαι Μαρτύρων μιμητῆς, ὡς τοῖς ἴχνεσιν αὐτῶν βαδίσας, καὶ τῆς εὐκλείας κοινωνός· χαίροις ὁ διὰ πυρὸς τελέσας τὸν ἀγῶνα καὶ τῷ φωτὶ τῶν ἄθλων σου καταυγάζων τὴν κτίσιν· χαίροις Ἰωαννίνων βλαστός, καὶ κλέος ἱερὸν καὶ πρὸς Χριστὸν μεσίτης θερμότατος. ᾯ πρέσβευε ἐκτενῶς ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.

 

Καὶ νῦν. Τῆς Ἑορτῆς.

Τίς μὴ μακαρίσει σε, παναγία Παρθένε; τίς μὴ ἀνυμνήσει σου, τὸν ἀλόχευτον τόκον; ὁ γὰρ ἀχρόνως ἐκ Πατρός, ἐκλάμψας Υἱὸς μονογενής, ὁ αὐτὸς ἐκ σοῦ τῆς ἁγνῆς προῆλθεν, ἀφράστως σαρκωθείς, φύσει Θεὸς ὑπάρχων, καὶ φύσει γενόμενος ἄνθρωπος δι᾿ ἡμᾶς· οὐκ εἰς δυάδα προσώπων τεμνόμενος, ἀλλ᾿ ἐν δυάδι φύσεων, ἀσυγχύτως γνωριζόμενος. Αὐτὸν ἱκέτευε, σεμνὴ Παμμακάριστε, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Εἴσοδος. Φῶς ἱλαρόν. Προκείμενον. Ἀναγνώσματα

 

Προφητείας Ἡσαΐου τὸ Ἀνάγνωσμα. (Κεφ. 43, 9-14)

Τάδε λέγει Κύριος· Πάντα τὰ ἔθνη συνήχθησαν ἅμα καὶ συναχθήσονται ἄρχοντες ἐξ αὐτῶν. Τίς ἀναγγελεῖ ταῦτα ἐν αὐτοῖς; ἢ τὰ ἐξ ἀρχῆς, τίς ἀκουστὰ ποιήσει ἡμῖν; Ἀγαγέτωσαν τοὺς Μάρτυρας αὐτῶν, καὶ δικαιωθήτωσαν. Καὶ εἰπάτωσαν ἀληθῆ. Γίνεσθέ μοι Μάρτυρες, καὶ ἐγὼ Μάρτυς Κύριος ὁ Θεός, καὶ ὁ παῖς, ὃν ἐξελεξάμην, ἵνα γνῶτε καὶ πιστεύσητε, καὶ συνῆτε, ὅτι ἐγὼ εἰμι. Ἒμπροσθέν μου οὐκ ἐγένετο ἄλλος Θεός, καὶ μετ ἐμὲ οὐκ ἔσται. Ἐγὼ εἰμι ὁ Θεός, καὶ οὐκ ἔστι πάρεξ ἐμοῦ ὁ σῴζων. Ἐγὼ ἀνήγγειλα καὶ ἔσωσα, ὠνείδισα, καὶ οὐκ ἦν ἐν ἡμῖν ἀλλότριος. Ὑμεῖς ἐμοὶ Μάρτυρες, καὶ ἐγὼ Κύριος ὁ Θεός, ὅτι ἀπ' ἀρχῆς ἐγὼ εἰμι, καὶ οὐκ ἔστιν ὁ ἐκ τῶν χειρῶν μου ἐξαιρούμενος. Ποιήσω, καὶ τίς ἀποστρέψει αὐτό; Οὕτω λέγει Κύριος ὁ Θεός, ὁ λυτρούμενος ἡμᾶς, ὁ Ἅγιος Ἰσραήλ.

 

 

 

Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα. (Κεφ. 3, 1-9)

Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος. Ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι. Καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν, καὶ ἡ ἀφ' ἡμῶν πορεία σύντριμμα, οἱ δὲ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ. Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης. Καὶ ὀλίγα παιδευθέντες, μεγάλα εὐεργετηθήσονται, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτούς, καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ. Ὡς χρυσὸν ἐν χωνευτηρίῳ ἐδοκίμασεν αὐτούς, καὶ ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας προσεδέξατο αὐτούς. Καὶ ἐν καιρῷ ἐπισκοπῆς αὐτῶν ἀναλάμψουσι, καὶ ὡς σπινθῆρες ἐν καλάμῃ διαδραμοῦνται. Κρινοῦσιν ἔθνη, καὶ κρατήσουσι λαῶν καὶ βασιλεύσει αὐτῶν Κύριος εἰς τούς αἰῶνας, οἱ πεποιθότες ἐπ' αὐτόν, συνήσουσιν ἀλήθειαν, καὶ οἱ πιστοὶ ἐν ἀγάπῃ προσμενοῦσιν αὐτῷ, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

 

Σοφίας Σολομῶντος τὸ Ἀνάγνωσμα. (Κεφ. 4, 7-15)

Δίκαιος ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται· γῆρας γὰρ τίμιον, οὐ τὸ πολυχρόνιον, οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται. Πολιὰ δὲ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις, καὶ ἡλικία γήρως, βίος ἀκηλίδωτος. Εὐάρεστος Θεῷ γενόμενος, ἠγαπήθη, καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν, μετετέθη. Ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ, ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ. Βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον. Τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ, ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς· ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. Οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον, ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ, καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ.

 

Εἰς τὴν Λιτήν. Ἦχος α΄.

Ἀγάλλου ἐν Κυρίῳ, Ἰωαννίνων ἡ πόλις, Ἰωάννην βλαστήσασα, τὸν λαμπρὸν Νεομάρτυρα· θείῳ γὰρ ἔρωτι συσχεθείς, νεότητος ἄνθος ὑπερεῖδε, καὶ ἀνδρείῳ ὑπῆλθε νοΐ, τὸ τῆς ἀθλήσεως μέγα στάδιον· ἐν ᾧ τῶν μὲν ἐχθρῶν καθεῖλε τὴν δύναμιν, τῆς εὐσεβείας δὲ τὸ κράτος, ἄθλοις οἰκείοις ἐδόξασε· καὶ τῶν βραβείων τῆς νίκης τυχών, σὺν Ἀγγέλοις πρεσβεύει, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Ἦχος β´.

Τῆς ἀληθείας τὴν δόξαν, ἐκφαίνων τοῖς τρόποις σου, νεανίας εὐπρεπὴς ὡράθης, τῷ μὲν εἴδει περίβλεπτος, τῇ δὲ ψυχῇ θεόληπτος· ἡ γὰρ χάρις τοῦ Πνεύματος, τῶν ἐν κόσμῳ ἡδέων ὡς φθαρτῶν, ξένον σὲ εἰργάσατο· ὅθεν τὸν Σταυρὸν Χριστοῦ ἀράμενος, ἀθλητικῶς αὐτῷ ἠκολούθησας, καὶ περιφανῶς ἠγωνίσω, κατὰ τῆς ἀσεβείας· καὶ ἐν ποιναῖς δοκιμασθείς, καὶ ἐν πυρὶ δοκιμώτερος χρυσίου εὑρεθείς, μαρτυρικῆς εὐκληρίας, ἀξίως ἐπέβης. Ἀλλ᾿ ὦ Νεομάρτυς μακάριε, Ἰωάννη ἔνδοξε, Χριστὸν ἐκδυσώπησον, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Ἦχος γ΄.

Ἐν τοῖς ὅπλοις τῆς πίστεως, τὸν ἀρχαῖον κατηγωνίσω δράκοντα ἐν νεότητι σώματος, καὶ ἀνδρείᾳ ψυχῆς, Ἰωάννη Μάρτυς ἔνδοξε· τὴν γὰρ ἕφοδον αὐτοῦ, ἀπεκρούσω εὐσθενῶς, τὴν καλὴν ὁμολογίαν ὁμολόγων, καὶ τὸν θεῖον ἆθλον ἀγωνιζόμενος, καὶ ῥιφθεὶς ἐν τῷ πυρί, ἀκαταπλήκτῳ φρονήματι, πρὸς τὸ φῶς ἐξεδήμησας, τῆς ἀθανάτου ζωῆς, μαρτυρικῶς στεφανούμενος. Ἀλλ᾿ ὦ Μαρτύρων καύχημα, σὺν αὐτοῖς ἱκέτευε, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Δόξα.

Ἦχος δ΄.

Ὡς Μάρτυς ἀήττητος τῶν παθημάτων τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἀναστάσεως αὐτοῦ τὴν λαμπρότητα ἐκληρονόμησας ἔνδοξε· σὺ γὰρ νομίμως ἐναθλῶν, ἀπειλὰς τυράννων οὐκ ἐπτόησαι, Χριστὸς ἀνέστη ᾄδῶν, καὶ τοῦ ἐχθροῦ συντρίβων τὴν ἰσχύν, ἀντιτυπίᾳ τῶν ἄθλων σου καὶ ὁλοκαύτωμα ἅγιον, τῷ ἀθλοθέτῃ προσενήνεξαι, ἐν τῷ πυρὶ τελειούμενος, Ἰωάννη μακάριε· διὸ τὴν ἁγίαν σου γεραίρομεν ἄθλησιν.

 

Καὶ νῦν . Τῆς Ἑορτῆς, ἢ τὸ Θεοτοκίον.

Ἐκ παντοίων κινδύνων τοὺς δούλους σου φύλαττε, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἵνα σε δοξάζωμεν, τὴν ἐλπίδα τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

 

Εἰς τὸν Στίχον. Ἦχος πλ. Α΄. Χαίροις ἀσκητικῶν.

Χαίροις Ἰωαννίνων βλαστός, ὁ τῶν Μαρτύρων κοινωνὸς καὶ ἰσότιμος, αὐτῶν γὰρ τὸν ζῆλον φέρων, ἀκαταπλήκτῳ ψυχῇ, καὶ ἀνδρείᾳ γνώμῃ ἠνδραγάθησας, καὶ πᾶσαν κατέβαλες, τῶν ἐχθρῶν τὴν παράταξιν, ὑστέροις χρόνοις, τοῦ Σωτῆρος τὸ ὄνομα, τῇ ἀθλήσει σου, μεγαλύνας τὸν ἅγιον· ὅθεν λαμπρῶς δεδόξασαι, μεγάλοις χαρίσμασι, θαυμάτων ῥεῖθρα βλυστάνων, τοῖς προσιοῦσι τῇ σκέπῃ σου, σοφὲ Ἰωάννη, ἐξαιτούμενος τοῖς πᾶσι χάριν καὶ ἔλεος.

 

Στίχ.: Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει...

Χαίροις, ὁ Ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ, Νεομαρτύρων τὸ λαμπρὸν ἀκροθίνιον· ὁ χάριτος ἀναβλύζων τὸν ἀληθῆ γλυκασμόν, κατὰ τὴν σὴν κλῆσιν χαριτώνυμε, ὁ νέῳ μὲν σώματι, πολιῷ δὲ φρονήματι, καταπαλαίσας, τὸν ἀρχέκακον δράκοντα, καὶ τῆς πίστεως, φανερώσας τὴν δύναμιν· ὅθεν στεῤῥῶς ὑπήνεγκας, πυρὸς τὴν κατάφλεξιν, καὶ ἀφθαρσίας πρὸς φέγγος, τροπαιοφόρος ἀνέδραμες, κλεινὲ Ἰωάννη, ἐξαιτούμενος τοῖς πᾶσι, τὸ μέγα ἔλεος.

 

 

Στίχ.: Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ.

Ὅλην, τῶν διωκτῶν τὴν ὁρμήν, καθυπομείνας ὥσπερ τεῖχος ἀσάλευτον, μαστίγων ὑπέστης πεῖραν, καὶ τῆς εἱρκτῆς τὴν ποινήν, ἐν χαρᾷ κρυφίᾳ χαριτώνυμε· εἰς πῦρ τὸ παμφάγον δέ, προσριφθεὶς ἀπηνέστατα, ὡλοκαυτώθης, τῷ Χριστῷ ὡς θυμίαμα, καὶ κατηύφρανας, Ἐκκλησίας τὸ πλήρωμα. Ὅθεν ὡς στρατιώτην σέ, Χριστοῦ γενναιότατον, καὶ Ἀθλητὴν τροπαιοῦχον, ἀνευφημοῦμεν κράζοντες· Σοφὲ Ἰωάννη, τοῖς τιμῶσί σε ἐξαίτει τὸ θεῖον ἔλεος.

 

Δόξα . Ἦχος πλ. δ´.

Ὥσπερ ἄνθραξ νοητός, τοῦ Παρακλήτου τῷ πυρί, καλῶς ἀθλήσας Ἰωάννη, τοὺς πιστοὺς ἐθέρμανας, πρὸς βίον ἔνθεον· διὰ πυρὸς γὰρ Ἅγιε, τὸν ἀγῶνα τελέσας, τῆς φθορᾶς τὸ κάλυμμα ἐξεδύσω, καὶ ὅλος ἠγλαϊσμένος, τῷ Τρισηλίῳ φωτὶ ἀνέδραμες ὢ ἀΰλως πυρσευόμενος, σκότος παθῶν ἀπάλλαξον, τοὺς ἑορτάζοντας τὴν μνήμην σου.

 

Καὶ νῦν . Τῆς Ἑορτῆς ἢ τὸ τῆς Θεοτόκου.

Δέσποινα πρόσδεξαι τὰς δεήσεις τῶν δούλων Σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

 

Νῦν ἀπολύεις, Τὸ Τρισάγιον.

 

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ . Θείας πίστεως.

Γόνος κάλλιστος, Ἰωαννίνων, κλέος ἔνθεον, τῆς Ἐκκλησίας, ἀνεδείχθης Ἰωάννη πανεύφημε· τῶν γὰρ Μαρτύρων ζηλώσας τὴν ἄθλησιν, διὰ πυρὸς τὸν ἀγῶνα ἐτέλεσας. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Δόξα. Καὶ νῦν. Τῆς ἑορτῆς, ἢ τὸ Θεοτοκίον.

Σὲ τὴν μεσιτεύσασαν, τὴν σωτηρίαν τοῦ γένους ἡμῶν, ἀνυμνοῦμεν Θεοτόκε Παρθένε· ἐν τῇ σαρκὶ γὰρ τῇ ἐκ σοῦ προσληφθείσῃ ὁ Υἱός σου καὶ Θεὸς ἡμῶν, τὸ διὰ Σταυροῦ καταδεξάμενος Πάθος, ἐλυτρώσατο ἡμᾶς, ἐκ φθορᾶς ὡς φιλάνθρωπος.

 

Ἀπόλυσις.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΡΘΡΟΝ

 

Μετὰ τὴν α΄ Στιχολογίαν, Κάθισμα. Ἦχος α΄. Τὸν τάφον σου Σωτήρ.

Ἀνέτειλας ἡμῖν, ὡς νεόφωτον ἄστρον, ἀθλήσας ἀνδρικῶς, ἐν ὑστέροις τοῖς χρόνοις, καὶ ἅπαντας κατηύγασας, ταῖς ἀκτῖσι τῶν ἄθλων σου· ὅθεν σήμερον, τὴν φωτοφόρον σου μνήμην, ἑορτάζοντες, ὦ Ἰωάννη θεόφρον, Χριστὸν μεγαλύνομεν.

Τῆς ἑορτῆς, ἢ τὸ ἑξῆς Θεοτοκίον.

Ἀφράστως τὸν Χριστόν, ἐξ ἁγνῶν σου λαγόνων, ἐκύησας ἡμῖν, εὐσπλαχνίᾳ ἀῤῥήτῳ, καὶ ἦρας τὸ κατάκριμα, τῶν ἀνθρώπων τῷ τόκῳ σου, Ἀπειρόγαμε, καὶ Ἀειπάρθενε Κόρη, καὶ ἐπήγασας, τῆς εὐλογίας τὰ ῥεῖθρα, τοῖς σὲ μεγαλύνουσι.

 

Μετὰ τὴν β΄ Στιχολογίαν Κάθισμα. Ἦχ. πλ. Α΄. Τὸν συνάναρχον λόγον.

Ἀπτοήτως κηρύξας Χριστοῦ τὸ ὄνομα, τὰς ἀπειλὰς τῶν τυράννων καὶ τὰς βασάνους σοφέ, καθυπέστης ἀκλινῶς ὡς ἄλλου πάσχοντος, καὶ ῥιφθεὶς ἐν τῷ πυρί, καὶ τὴν κάραν ἐκτμηθείς, ἀνῆλθες τροπαιοφόρος, πρὸς οὐρανίους σκηνώσεις, ὦ Ἰωάννη χαριτώνυμε.

Τῆς ἑορτῆς, ἢ τὸ ἑξῆς Θεοτοκίον.

Ἀπειράνδρως Παρθένε κυοφορήσασα, τὸν Ὑπερούσιον Λόγον εἰς σωτηρίαν ἡμῶν, σωτηρίας ἀπαρχὴ καὶ θεία εἴσοδος, ἀναδέδειξαι ἡμῖν, τοῖς ὑμνοῦσιν εὐσεβῶς τὴν δόξαν σου Θεοτόκε, καὶ πᾶσι φῶς καὶ εἰρήνην, καὶ χάριν δίδως τῇ πρεσβείᾳ σου.

 

Μετὰ τὸν Πολυέλεον, Κάθισμα. Ἦχος δ´. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Χριστὸς ἀνέστη Ἰωάννη κραυγάζων, καὶ τὴν Ἀνάστάσιν Αὐτοῦ μεγαλύνων, τὸ τῶν Μαρτύρων στάδιον εἰσέδραμες, καὶ ἐχθροὺς κατέπληξας, τῇ ἀτρέπτῳ σου στάσει, καὶ τῇ εὐτολμίᾳ σου, καὶ πολλῇ καρτερίᾳ· τῶν γὰρ δεινῶν ἁπάντων Ἀθλητά, περιεγένου, καὶ ἤθλησας ἄριστα.

Τῆς Ἑορτῆς, ἢ τὸ ἑξῆς Θεοτοκίον.

Χριστὸν τῶν πάντων Βασιλέα, καὶ Κτίστην, ὥσπερ Υἱόν σου καὶ Θεὸν Θεοτόκε, ὑπὲρ ἡμῶν ἀπαύστως καθικέτευε, δοῦναι ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν, φωτισμὸν καὶ γαλήνην, καὶ πταισμάτων ἄφεσιν, καὶ διόρθωσιν βίου· σὺ γὰρ προστάτις πέφηνας ἡμῶν, καὶ τῇ σῇ σκέπη, ἀεὶ καταφεύγομεν.

 

Τὸ α΄ ἀντίφωνον τοῦ δ΄ ἤχου.

Προκείμενον: Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει...

Στίχ.: Θαυμαστὸς ὁ Θεὸς ἐν τοῖς Ἁγίοις αὐτοῦ.

Εὐαγγέλιον τὸ ἐν τῷ Ὄρθρῳ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ ὁ Ν´ ψαλμός.

Δόξα: Ταῖς τοῦ Ἀθλοφόρου ...

Καὶ νῦν: Ταῖς τῆς Θεοτόκου ...

Ἰδιόμελον. Ἦχος πλ. β´. Στ.: Ἐλεῆμον, Ἐλέησόν με ὁ Θεός...

Σήμερον ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης, τὸν ἀθλητικὸν ἀνύσας ἀγῶνα, ταῖς οὐρανίαις συνηριθμήθη τάξεσι· καὶ τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης, τὸν στέφανον δεξάμενος, τῆς αἰωνίου ζωῆς κληρονόμος γέγονε, καὶ ἡμῖν ἐξαιτεῖται, λύσιν δυσχερῶν, καὶ πταισμάτων ἄφεσιν, παρὰ τοῦ πάντων βασιλεύοντος.

 

Εἶτα οἱ κανόνες τῆς Ἑορτῆς, ἢ τῆς Θεοτόκου, καὶ τοῦ Ἁγίου ὁ ἑξῆς, οὗ ἡ ἀκροστιχίς: «Τὴν Ἰωάννου ἄθλησιν μέλπω. Γερασίμου».

ᾨδὴ α΄. Ἦχος α΄. Σοῦ ἡ τροπαιοῦχος δεξιά.

Τάξεσιν συνὼν Ἀγγελικαῖς, καὶ τῶν Μαρτύρων τοῖς θείοις στρατεύμασιν, Ἰωάννη ἔνδοξε, καὶ φωτισμοῦ ἀποῤῥήτου πληρούμενος, φῶς μοι θεῖον αἴτει, ἀνευφημοῦντι τοὺς ἄθλους σου.

Ἤνεγκεν ἡ πόλις σε σοφέ, Ἰωαννίνων ὡς ἄνθος πανεύοσμον, καὶ ὀσμὴν τὴν ἔνθεον, ἐν Βυζαντίῳ ἀθλήσας διέπνευσας, πᾶσαν Ἰωάννη, τὴν Ἐκκλησίαν εὐφραίνουσαν.

Νέος ἀνεδείχθης Ἀθλητής, καὶ στρατιώτης Χριστοῦ ἀκαθαίρετος, ἐν ὑστέροις ἔτεσιν, ἀθλητικῶς ἀριστεύσας μακάριε, καὶ τῆς δυσσεβείας, καταπαλαίσας τὴν δύναμιν.

Θεοτοκίον.

Ἵνα τοὺς ἀνθρώπους κοινωνούς, τῆς ἄνω δόξης ποιήσῃς φιλάνθρωπε, ἐκ Παρθένου ἄνθρωπος, δι᾿ εὐσπλαγχνίαν ἐτέχθης ἀμέτρητον, καὶ μετὰ τὸν τόκον, ἁγνὴν αὐτὴν διετήρησας.

 

ᾨδὴ γ΄. Ὁ μόνος εἰδώς.

Ὡς πλήρης συνέσεως πολλῆς, νεάζοντι ἐν σώματι, ἐν καθαρότητι βίου ἔλαμψας, ἀγάπῃ θείᾳ καταλαμπόμενος, Ἰωάννη ἔνδοξε, καὶ ἠθῶν σεμνότητι, εὐσεβείας τὴν χάριν πιστούμενος.

Ἀθλῆσαι θερμῶς ἐπιποθῶν, ὑπὲρ Χριστοῦ μακάριε, πάσης ἐξέκλινας ματαιότητος, τὸν νοῦν πτερώσας τῷ θείῳ ἔρωτι, καὶ τῆς σῆς ἐφέσεως, Ἰωάννη ἔτυχες, καταισχύνας τὸν δόλιον δράκοντα.

Νεκρώσας τὸ φρόνημα σαρκός, καὶ ἄνθους τῆς νεότητος, καταφρονήσας γνώμῃ θεόφρονι, πρὸς τοὺς ἀγῶνας τοὺς τῆς ἀθλήσεως, ἐκβοῶν ἐχώρησας, ἅγιος εἶ Κύριε, ὁ παρέχων μοι δύναμιν ἄνωθεν.

Θεοτοκίον.

Ναμάτων πηγὴ ζωοποιῶν, ἐδείχθης Μητροπάρθενε, τὸν τῆς ζωῆς κυήσασα αἴτιον, ζωοποιοῦντα τοὺς σὲ δοξάζοντας· ὅθεν κἀμοὶ ὄμβρησον, ὕδωρ τῆς ἀφέσεως, ἐκκαθαῖρον παθῶν μου τὸν βόρβορον.

 

 

 

 

 

Κάθισμα. Ἦχος δ´. Ταχὺ προκατάλαβε.

Τὴν ἄνωθεν δύναμιν, ἐνδεδυμένος καλῶς, ποινῶν κατεφρόνησας καὶ ἀπειλῶν καὶ φρουράς, ἀνδρείῳ φρονήματι· ὅθεν καὶ ὡς ἐπέβης, τῷ πυρὶ γηθοσύνως, ἔφλεξας τὴν ἀπάτην, τῷ πυρὶ τῶν σῶν πόνων, διὸ σὲ Ἰωάννη, Χριστὸς ἐθαυμάστωσε.

Τῆς Ἑορτῆς, ἢ τὸ ἑξῆς τῆς Θεοτόκου.

Τεκοῦσα ἐν σώματι, δίχα τροπῆς καὶ φυρμοῦ, τὸν πάντα ποιήσαντα, καὶ συγκρατοῦντα χειρί, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, ἔλυσας τὴν κατάραν, τοῦ Ἀδὰμ τὴν ἀρχαίαν, ἔβλυσας δὲ τῇ Εὔᾳ, τὴν χαρὰν τὴν ἀγήρω· διὸ σὲ Θεογεννῆτορ, ἀπαύστως μεγαλύνομεν.

 

ᾨδὴ δ´. Ὄρος σὲ τῇ χάριτι.

Ὅλος ἐνθεώτατος ἀγάπῃ τῇ κρείττονι, ὡς νεανίας εὐπρεπής, ἐν Βυζαντίῳ ὁραθείς, τοῖς πᾶσιν ἐσήμανας, τὴν ἐσομένην λαμπρότητα ἔνδοξε, ἣν δι’ ἀθλήσεως πόνων ἐπλούτησας.

Ὕμνοις τὴν Ἀνάστασιν, Χριστοῦ τοῦ Παντάνακτος, Χριστὸς ἀνέστη ἐκβοῶν, τοῖς συλλαβοῦσί σε κλεινέ, καὶ τούτους ἐξέπληξας, ἀκαταπλήκτῳ ψυχῆς παραστήματι, καὶ τῷ εὐσήμῳ σου στόματι Ἅγιε.

Ἄθλοις χαριτώνυμε, ἁγίοις ἐβάδισας, ἐπὶ τοῖς ἴχνεσι σαφῶς, τῶν πάλαι θείων Ἀθλητῶν, μεθ’ ὧν συνδεδόξασαι, ἀθλητικοῖς Ἰωάννη χαρίσμασιν, ὡς ἰσοστάσιος τούτων καὶ σύναθλος.

Θεοτοκίον.

Θρόνος ἀνεδείχθης, τοῦ Θεοῦ ὑψηλότατος, ἐν ᾧ καθίσας σαρκικῶς, ὁ ἐξ αἱμάτων σου τεχθείς, τὸν κόπον ἀφείλετο, τῆς ἀνθρωπότητος Κόρη, δι’ ἔλεος, καὶ ἀληθῆ ἡμῖν δέδωκεν ἄνεσιν.

 

ᾨδὴ ε´. Ὁ φωτίσας τῇ ἐλλάμψει.

Λέοντος ὠρυομένου τοῦ δεινοῦ κοσμοκράτορος, ἔθλασας τὰς σιαγόνας ῥαβδισμοῖς σου τοῦ σώματος, καὶ τυφθεὶς τῷ στόματι σφοδρῶς, τὴν αἴνεσιν προσῆγες, Χριστῷ τῷ σὲ ἐνισχύοντι.

Ἤθλησας ἀνδρειοφρόνως ὑπομείνας τὰ βάσανα, τῷ ἁγίῳ σώματί σου Ἰωάννη ὡς ἄσαρκος, καὶ δεθεὶς ἁλύσεσι σοφέ, ἐν τῇ φρουρᾷ καθείρχθης, Χριστοῦ βαστάζων τὰ στίγματα.

Σὲ τὸν ἄρνα τοῦ Σωτῆρος, ὥσπερ λύκοι ἐσπάραττον, οἱ ἀπόγονοι τῆς Ἄγαρ ταῖς ποικίλαις στρεβλώσεσι, καὶ διὰ πυρὸς τῷ Ἰησοῦ, προσῆγόν σε ὡς θῦμα, ὡς οὐκ εἰδότες τί ἔπραττον.

Θεοτοκίον.

Ἰατῆρα τῶν ἀνθρώπων καὶ Σωτῆρα κυήσασα, τὸν τὴν πάλαι ἡμῶν πτῶσιν θεραπεύσαντα Ἄχραντε· ὅθεν τὴν νοσοῦσάν μου ψυχήν, θεράπευσον Παρθένε, φαρμάκῳ τῷ τοῦ ἐλέους σου.

 

 

 

ᾨδὴ στ·. Ἐκύκλωσας ἡμᾶς.

Ναμάτων οὐρανίων ὧν ἀνάπλεως, εἰσῆλθες ἀγαλλόμενος, σοφὲ τῇ ἀναφθείσῃ σοι πυρᾷ, καὶ ὡς ἱερεῖον καθαρώτατον, καὶ προσφορά, Χριστῷ προσήχθης τῷ ἀθλοθέτῃ σου.

Μηδόλως πτοηθεὶς πῦρ τὸ ὁμόδουλον, ὡς ἔχων ἐν καρδίᾳ σου, τὸ πῦρ τῆς ἀγαπήσεως Χριστοῦ, ἕστηκας ἐν τούτῳ τελεούμενος, καὶ πρὸς τὸ φῶς, τὸ νοητὸν Μάρτυς ἀνέδραμες.

Ἐν μέσῳ τῆς φλογὸς ῥιφθεὶς ἀνύμνησας, Χριστὸν τὸν Ὑπεράγαθον, καὶ ξίφει ἐκτμηθεὶς τὴν κεφαλήν, ῥείθροις τῶν αἱμάτων σου τοὺς ἄνθρακας, τῆς δυσσεβοῦς, παρανομίας Μάρτυς κατέσβεσας.

Θεοτοκίον.

Λυχνία θείας δόξης ἡ ἑπτάφωτος, Παρθένε Παναμώμητε, τοῦ ἀδύτου σου φωτὸς ταῖς ἀστραπαῖς, δίωξον τὸ σκότος τῆς καρδίας μου, καὶ πρὸς τὸ φῶς, τῶν ἐντολῶν με τῶν θείων ἴθυνον.

 

Κοντάκιον. Ἦχος γ´. Ἡ Παρθένος σήμερον.

Ὡς τερπνόν σε φοίνικα, Ἰωαννίνων ἡ πόλις, εὐκλεῶς βλαστήσασα, κατατρυφᾷ τῆς σῆς δόξης, πόθῳ γάρ, τῷ τοῦ Δεσπότου λαμπρῶς ἀθλήσας, τέθυσαι, ὡς ὁλοκάρπωμα τῇ Τριάδι· διὰ τοῦτο Ἰωάννη, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.

Ὁ Οἶκος.

Κλήσει σαφῶς ἀκολουθῶν, χάριτος ὤφθης σκεῦος, τρόποις καὶ ἤθεσι σεμνοῖς, καὶ καθαρότητι ζωῆς, κλεινὲ κεκοσμημένος· καὶ τῇ θείᾳ χαριτωθεὶς ἀγάπῃ, τὸ αἷμά σου ὑπὲρ Χριστοῦ, προείλου ὅλῃ τῇ ψυχῇ, ἐκχέαι Ἰωάννη· ἔνθεν μαρτυρικῷ ἀναφλεχθεὶς ζήλῳ, πρὸς μαρτυρίου ἀπεδύσω ἀγῶνας, νεότητος ἄνθος, καὶ κόσμου ἡδέα ὑπεριδὼν ὡς φθειρόμενα καὶ Χριστὸν ὁμολογήσας, ᾔσχυνας τῆς πλάνης τὴν ὀφρύν, καὶ πλείστοις προσωμίλησας βασάνοις, ἀπεριτρέπτῳ φρονήματι· καὶ ἐν πυρᾷ ὡμοτάτως ῥιφθείς, καὶ ἐν αὐτῇ τὸν αὐχένα τμηθείς, ὡς θῦμα εὐπρόσδεκτον, καὶ προσφορὰ τελειότατη, καὶ θυμίαμα εὔοσμον τῷ Χριστῷ προσηνέχθης· παρ’ οὗ λαμπρῶς δοξασθείς, θαυμάτων βρύεις χάριν ἀέναον.

 

Συναξάριον.

Τῇ ΙΗ΄ τοῦ αὐτοῦ μηνός, Μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, ἐν Κωνσταντινουπόλει μαρτυρήσαντος ἐν ἔτει 1526, καὶ πυρὶ καὶ ξίφει τελειωθέντος.

Ταῖς αὐτῶν Ἁγίαις πρεσβείαις Χριστὲ ὁ Θεὸς, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.

 

 

 

 

 

ᾨδὴ ζ΄. Σὲ νοητήν.

Πλήρης χαρᾶς, πρὸς τὸ πῦρ εἰσέδραμες, Χριστὸς ἀνέστη ἐκφωνῶν, καὶ τὴν κάραν ξίφει τμηθείς, τὸ τῆς Ἀναστάσεως φέγγος τὸ ἀνέσπερον, θεουργικῶς κατεπλούτησας, ἀριθμηθεὶς Ἰωάννη, Μαρτύρων τοῖς στρατεύμασι.

Ὡς ἀθλητής, τοῦ Χριστοῦ περίδοξος, θαυμάτων βλύζεις δωρεάς, καὶ ἴασαι παντοδαπά, πάθη καὶ νοσήματα, Ἰωάννη ἔνδοξε, τῶν προσιόντων ἑκάστοτε, τοῖς ἱεροῖς σου λειψάνοις, χαριτωθεῖσι Πνεύματι.

Γόνον λαμπρόν, καὶ θεῖον ἀγλάϊσμα, καὶ πρὸς Χριστὸν σὲ πρεσβευτήν, Ἰωαννίνων ἡ εὐκλεής, πόλις Μάρτυς ἔχουσα, τῇ σῇ ἐναβρύνεται, στεῤῥᾷ ἀθλήσει κραυγάζουσα· χαῖρε κλεινὲ Ἰωάννη, Νεομαρτύρων καύχημα.

Θεοτοκίον.

Ἐκ τῶν ἁγνῶν, τίκτεται αἱμάτων σου, ὁ Ὑπερούσιος Θεός, ἀναπλάττων ἐκ τῆς ἄρας, τὸν πεσόντα ἄνθρωπον, πλούτῳ ἀγαθότητος, Θεοχαρίτωτε Δέσποινα, Ὃν μητρικῶς ἐκδυσώπει, ὑπὲρ τῶν εὐφημούντων σε.

 

ᾨδὴ η΄. Ἐν καμίνῳ Παῖδες.

Ῥωμαλέως ὥρμησας σοφέ, ὡς θεῖος νεανίας, τοῖς ἄθλοις τοῦ μαρτυρίου, Ἰωάννη καὶ φωνῇ, λαμπρᾷ ἀνεκραύγαζες· Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε, καὶ ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Ἀπειλὰς καὶ μάστιγας πικράς, καὶ δωρεὰς ποικίλας, προέτεινόν σοι θεόφρον, οἱ ἐχθροί, ἀλλ᾿ ἀκλινεῖ, ψυχῇ ἀνεκραύγαζες· Εὐλογεῖτε πάντα τὰ ἔργα Κυρίου, τὸν Κύριον ὑμνεῖτε, καὶ ὑπερυψοῦτε, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.

Στρατευθεὶς Χριστῷ μαρτυρικῶς, τοῖς ὅπλοις εὐσεβείας, κατηκόντισας ἐχθροῦ, κραυγάζων τὰς φάλαγγας· Σὲ δοξάζω Σωτήρ μου τὸν ἀναστᾶντα, καὶ δύναμιν μοι θείαν, δόντα ἐκνικῆσαι, Βελίαρ τὰς δυνάμεις.

Θεοτοκίον.

Ἱλασμὸν καὶ ἴασιν παθῶν, ἐξαίτει μοι Παρθένε, καὶ φῶς τῇ ψυχῇ μου δίδου, ἵνα φύγω τοῦ ἐχθροῦ, τὸν ζόφον κραυγάζων σοι· χαῖρε Κόρη μόνη εὐλογημένη, χαῖρε ἡ τετοκυῖα, Θεὸν σεσαρκωμένον, βροτῶν εἰς σωτηρίαν.

 

 

 

 

 

 

 

ᾨδὴ θ´. Τύπον τῆς ἁγνῆς.

Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ πανάριστε, Ἰωαννίνων ἔνθεον ἐγκαλλώπισμα, σκέπε πάντοτε, τὴν σὴν πατρίδα καὶ φύλαττε, καὶ σὺν ταύτῃ τὴν Ἤπειρον ἅπασαν, παμμάκαρ Ἰωάννη, ταῖς σαῖς πρὸς Κύριον δεήσεσι.

Ὅλον σεαυτὸν ἐνέθηκας, τῷ Ζωοδότη Λόγῳ καὶ Παντοκράτορι, καὶ ὡς ἄμωμον, αὐτῷ προσήνεξαι κάρπωμα, ἐν πυρί τε καὶ ξίφει τελέσας σου, τὸν ἱερὸν ἀγῶνα, ὦ Ἰωάννη παμμακάριστε.

Ὕμνοις τὴν σεπτήν σου ἄθλησιν, ἢν ὁ Χριστὸς ἐδόξασε μακαρίζομεν, ἀλλὰ πρόσδεξαι, ὥσπερ θυμίαμα εὔοσμον, Ἰωάννη τὸν ὕμνον μου δέομαι, καὶ δίδου μοι πταισμάτων, ταῖς ἱκεσίαις σου συγχώρησιν.

Θεοτοκίον.

Ὕψος τοῦ ἀφράστου τόκου σου, τίς ἐξειπεῖν δυνήσεται Παναμώμητε; σὺ γὰρ τέτοκας τὸν Ὑπερούσιον Κύριον, ἐν βροτείᾳ μορφῇ κόσμον σῴζοντα, διὸ σὲ Θεοτόκε, ἀκαταπαύστως μεγαλύνομεν.

 

Ἐξαποστειλάριον. Γυναῖκες ἀκουτίσθητε.

Τὸν ἀθλητὴν τὸν ἔκλαμπρον, Μαρτύρων τὸ ἀγλάϊσμα, τὸν μαργαρίτην Κυρίου, Ἰωαννίνων τὸ κλέος, τὸ ἄνθος τὸ ἀμάραντον, τῆς Ἐκκλησίας μέλψωμεν, καὶ πρὸς αὐτὸν βοήσωμεν· χαῖρε κλεινὲ Ἰωάννη, Νεομαρτύρων ἡ δόξα.

Τῆς Ἑορτῆς, ἢ τὸ ἑξῆς Θεοτοκίον.

Τὸν Λόγον σωματώσασα, τὸν τοῦ Θεοῦ Πανάχραντε, τῆς τῶν παθῶν ἀλογίας, ἐῤῥύσω τῷ τοκετῷ σου, τοὺς πίστει μεγαλύνοντας, τὸ ὑπὲρ νοῦν μυστήριον, τὸ τῆς κυοφορίας σου, Θεοχαρίτωτε Κόρη, ἀνθρώπων ἡ σωτηρία.

 

Εἰς τοὺς Αἴνους. Ἦχος πλ. δ´. Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος!

Ὢ τοῦ παραδόξου θαύματος ! νέος τῷ σώματι ὤν, τὸν ἀρχέκακον δράκοντα, ἀνδρικῶς κατέβαλε, διὰ πόνων ἀθλήσεως, ὁ Ἰωάννης ὁ χαριτώνυμος, Ἰωαννίνων τὸ θεῖον βλάστημα. Ὤ τῆς δυνάμεως, τοῦ Σταυροῦ σου Δέσποτα ! δι’ ἧς καὶ νῦν, Μάρτυρες ἀήττητοι, τῷ κόσμῳ ὤφθησαν.

 

Σὲ Ἀθλητὰ πανεύφημε, τῇ ἀγαπήσει Χριστοῦ, πτερωθεὶς τὴν διάνοιαν, ἄνθος τῆς νεότητος, καὶ ζωὴν τὴν ἐπίκηρον, σαφῶς παρεῖδες ὡς παρερχόμενα, καὶ πρὸς ἀγῶνας τοὺς ἀθλήσεως, χαίρων ἀνέδραμες, Ἰωάννη ἔνδοξε, τὸ τοῦ Χριστοῦ, ὄνομα τὸ ἅγιον, ἐπικαλούμενος.

 

 

 

 

Ὥσπερ προσφορὰ εὐπρόσδεκτος, καὶ ἱερεῖον σεπτόν, καὶ δεκτὸν ὁλοκάρπωμα, καὶ μῦρον πολύτιμον, καὶ θυμίαμα εὔοσμον, Χριστῷ προσήχθης εἰς πῦρ ὡς ἔῤῥιψαι, ἐν ᾧ καὶ ξίφει τὴν κάραν τέτμησαι· ὢ τῶν ἀγώνων σου, Ἰωάννη ἔνδοξε! ὢ τῆς πολλῆς, Μάρτυς καρτερίας σου ! δι’ ἧς δεδόξασαι.

 

Χαίροις Νεομάρτυς ἔνδοξε, τῶν Ἀθλητῶν καλλονή, Ἐκκλησίας ὡράϊσμα, τῶν πιστῶν ἑδραίωμα, Ἰωάννη πανεύφημε, Ἰωαννίνων κλέος περίδοξον, καὶ τῆς Ἠπείρου πάσης ἐντρύφημα, τῆς Κωνσταντίνου δέ, θεῖον ἀγαλλίαμα ἐν γὰρ αὐτῇ, τὸν τοῦ μαρτυρίου σου, ἀγῶνα ἤνυσας.

 

Δόξα. Ἦχος πλ. α!

Τῇ μαρτυρικῇ σου λαμπρότητι, τὴν Ἐκκλησίαν φαιδρύνεις, Ἰωάννη χαριτώνυμε, χάριτος θείας κρίνον· λαμπρῶς γὰρ ἠγωνίσω, καὶ λαμπρὸν νίκης τρόπαιον ἦρας, κατὰ τῶν ἀντιπάλων, μαρτυρικὴν ἐπιδειξάμενος στεῤῥότητα, ἐν νεότητι σώματος. Ἀλλ᾿ ὡς μαρτυρικῆς εὐκληρίας μέτοχος, ἀδιαλείπτως πρέσβευε, τῷ ἐλεήμονι Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

 

Καὶ νῦν . Τῆς Ἑορτῆς, ἢ τὸ Θεοτοκίον.

Μακαρίζομεν σὲ Θεοτόκε Παρθένε ...

 

Δοξολογία, μεγάλη. καὶ ἀπόλυσις

 

Μεγαλυνάριον.

Ἄνθος εὐωδέστατον καὶ τερπνόν, τῶν Ἰωαννίνων ἀνεδείχθης Μάρτυς Χριστοῦ, καὶ λαμπρῶς ἀθλήσας, εὐφραίνεις Ἰωάννη, χαρίτων εὐωδίᾳ, πιστῶν τὸ πλήρωμα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΑΡΑΚΛΗΣΙΣ

                                        

Ὁ Ἱερεὺς ἄρχεται τῆς Παρακλήσεως μὲ τὴν δοξολογικήν ἐκφώνησιν:

Εὐλογητὸς ὁ Θεός ἡμῶν, πάντοτε, νῦν καὶ ἀεί καὶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

Ὁ χορός: Ἀμήν.

Ἤ μὴ ὑπάρχοντος Ἱερέως, ἡμεῖς τό:

Δι’ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς, Ἀμήν.

 

Ψαλμός ρμβ’ (142).

Κύριε εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ Σου, εἰσάκουσον μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου καὶ μὴ εἰσέλθης εἰς κρίσιν μετά τοῦ δούλου Σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν Σου, πᾶς ζῶν. Ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρός τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου. Ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς, ὡς νεκρούς αἰῶνος καὶ ἠκηδίασεν ἐπ’ ἐμέ τό πνεῦμα μου, ἐν ἐμοί ἐταράχθη ἡ καρδία μου. Ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις Σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν Σου ἐμελέτων. Διεπέτασα πρός Σέ τάς χείρας μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός Σοι. Ταχύ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τό πνεῦμα μου. Μὴ ἀποστρέψης τό πρόσωπόν Σου ἀπ’ ἐμοῦ καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον. Ἀκουστὸν ποίησόν μου τό πρωΐ τό ἔλεός Σου, ὅτι ἐπὶ Σοί ἤλπισα. Γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν ἐν ἧ πορεύσομαι, ὅτι πρός Σέ ἦρα τὴν ψυχήν μου. Ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, πρός Σέ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τό θέλημά Σου, ὅτι Σύ εἶ ὁ Θεός μου. Τό Πνεῦμα Σου τό ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ, ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός Σου, Κύριε, ζήσεις με. Ἐν τῇ δικαιοσύνῃ Σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου καὶ ἐν τῷ ἐλέει Σου ἐξολοθρεύσεις τούς ἐχθρούς μου. Καί ἀπολεῖς πάντας τούς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγώ δοῦλος Σου εἰμί.

 

Καί εὐθύς ψάλλεται τετράκις ἐξ’ ὑπαμοιβῆς, μετά τῶν οἰκείων στίχων:

Θεός Κύριος καὶ ἐπέφανεν ἡμῖν, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

Στίχ. α’. Ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ ὅτι ἀγαθός, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος Αὐτοῦ.

Στίχ. β’. Πάντα τὰ ἔθνη ἐκύκλωσάν με καὶ τό ὀνόματι Κυρίου ἠμυνάμην αὐτούς.

Στίχ. γ’. Παρά Κυρίου ἐγένετο αὕτη καὶ ἔστι θαυμαστή ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν.

 

 

Εἶτα τὸ τροπάριον. Ἦχος δ΄. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.

Τῷ Νεομάρτυρι Χριστοῦ Ἰωάννῃ, εὐσεβοφρόνως οἱ πιστοὶ δεῦτε πάντες, ἐν κατανύξει κράξωμεν ἐκ βάθους ψυχῆς· ῥῦσαι τοὺς προστρέχοντας, λοιμικῆς ἀσθενείας, πάσης περιστάσεως καὶ ποικίλων κινδύνων, ταῖς πρὸς Χριστὸν λιταῖς σου θαυμαστέ, Ἰωαννίνων προστάτα ἀκοίμητε.

Δόξα. Καὶ νῦν. Θεοτοκίον.

Οὐ σιωπήσομέν ποτε Θεοτόκε, τὰς δυναστείας σου λαλεῖν οἱ ἀνάξιοι, εἰ μὴ γὰρ σὺ προΐστασο πρεσβεύουσα, τίς ἡμᾶς ἐῤῥύσατο ἐκ τοσούτων κινδύνων; τίς δὲ διεφύλαξε ἕως νῦν ἐλευθέρους; οὐκ ἀποστῶμεν Δέσποινα ἐκ σοῦ, σοὺς γὰρ δούλους σῴζεις ἀεί, ἐκ παντοίων δεινῶν.

 

Ψαλμός ν’ (50).

Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατά τό μέγα ἔλεός Σου καί κατά τό πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν Σου, ἐξάλειψον τό ἀνόμημά μου. Ἐπὶ πλεῖον πλῦνόν με ἀπὸ τῆς ἀνομίας μου καί ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας μου καθάρισόν με. Ὅτι τήν ἀνομίαν μου ἐγώ γινώσκω καί ἡ ἁμαρτία μου ἐνώπιόν μου ἐστι διά παντός. Σοί μόνῳ ἥμαρτον καί τό πονηρόν ἐνώπιόν Σου ἐποίησα, ὅπως ἄν δικαιωθῇς ἐν τοῖς λόγοις Σου καί νικήσῃς ἐν τῷ κρίνεσθαί Σε. Ἰδοὺ γάρ ἐν ἀνομίαις συνελήφθην καί ἐν ἁμαρτίαις ἐκίσσησέ με ἡ μήτηρ μου. Ἰδοὺ γάρ ἀλήθειαν ἠγάπησας, τὰ ἄδηλα καί τὰ κρύφια τῆς σοφίας Σου ἐδήλωσάς μοι. Ῥαντιεῖς με ὑσσώπῳ καί καθαρισθήσομαι, πλυνεῖς με καί ὑπέρ χιόνα λευκανθήσομαι. Ἀκουτιεῖς μοι ἀγαλλίασιν καί εὐφροσύνην, ἀγαλλιάσονται ὀστέα τεταπεινωμένα. Ἀπόστρεψον τό πρόσωπόν Σου ἀπὸ τῶν ἁμαρτιῶν μου καί πάσας τάς ἀνομίας μου ἐξάλειψον. Καρδίαν καθαράν κτίσον ἐν ἐμοί ὁ Θεός καί πνεῦμα εὐθὲς ἐγκαίνισον ἐν τοῖς ἐγκάτοις μου. Μὴ ἀποῤῥίψῃς με ἀπὸ τοῦ προσώπου Σου καί τό Πνεῦμα Σου τό Ἅγιον μὴ ἀντανέλῃς ἀπ’ ἐμοῦ. Ἀπόδος μοι τήν ἀγαλλίασιν τοῦ σωτηρίου Σου καί πνεύματι ἡγεμονικῷ στήριξόν με. Διδάξω ἀνόμους τάς ὁδούς Σου καί ἀσεβεῖς ἐπὶ σέ ἐπιστρέψουσιν. Ῥῦσαι με ἐξ αἱμάτων ὁ Θεός, ὁ Θεός τῆς σωτηρίας μου, ἀγαλλιάσεται ἡ γλῶσσα μου τήν δικαιοσύνην Σου. Κύριε, τὰ χείλη μου ἀνοίξεις καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν Σου. Ὅτι, εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν, ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσίᾳ τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καί τεταπεινωμένην ὁ Θεός οὐκ ἐξουδενώσει. Ἀγάθυνον, Κύριε, ἐν τῇ εὐδοκίᾳ Σου τήν Σιών καί οἰκοδομηθήτω τὰ τείχη Ἱερουσαλήμ. Τότε εὐδοκήσεις θυσίαν δικαιοσύνης, ἀναφορὰν καί ὁλοκαυτώματα. Τότε ἀνοίσουσιν ἐπὶ τό θυσιαστήριόν Σου μόσχους.

 

 

 

 

Εἶτα, ὁ Κανών, οὗ ἡ ἀκροστιχίς:  Ἰωάννη, Χριστῷ σύναψον νοῦν μου Γεώργιος.

ᾨδὴ α. Ὑγρὰν διοδεύσας.

Ἰάσεις ποικίλας θαυματουργέ, ταχὺ ἀπελαύνεις, καὶ δαιμόνων ἐπιβουλάς, διό σοι προσέρχονται ἀσμένως, ὀρθοδόξων τὰ πλήθη τρισένδοξε.

ᾨδάς σοι προσάγωμεν ἀθλητά, καὶ σοῦ ἐξαιτοῦμεν, προστασίαν καὶ ἀῤῥωγήν, ἥν τάχος παράσχου Ἰωάννη, τοῖς ὀρθοδόξοις πιστοῖς τρισμακάριστε.

Ἀρχὴν μετανοίας θαυματουργέ, λιταῖς σου παράσχου, τῷ ποθοῦντι διακαῶς, ἰδεῖν Ἰωάννῃ Νεομάρτυς, τοῦ Παραδείσου τὰ κάλλη, θεόζηλε.

Θεοτοκίον.

Νεότητα Μῆτερ τοῦ Λυτρωτοῦ, προστάτευσον τάχος, ἐκ κινδύνων καὶ ἐθισμῶν, καὶ ἐκ χειρῶν ἀνθρώπων δολίων, σὺ διαφύλαξον Κόρη πανύμνητε.

 

ᾨδὴ γ´. Οὐρανίας ἁψῖδος.

Νῦν προστρέχω ὁ τάλας, ἱκετικῶς ἔνδοξε, καὶ σὴν βοήθειαν αἰτοῦμαι, ἀξιομίμητε, ἥν τῷ ἀθλίῳ ταχύ, σὺ Ἰωάννη παράσχου, ἵνα μὴ ἀπόλωμαι, ὦ πανευφρόσυνε.

Ἡ ἁγία σοῦ κάρα, ἐν Βαρλαὰμ Ἅγιε, λιμὴν ἀνεδείχθη ἐσχάτως, καὶ καταφύγιον, τῶν ἀσθενούντων σοφέ, καὶ τῶν θελόντων σωθῆναι, διὸ οἱ Ὀρθόδοξοι, πίστει προσέρχονται.

Χριστομάρτυς σὲ πόθῳ, ἱκετικῶς δέομαι, ἐκ τῆς μοχθηρίας ἱκέτην, τάχος διάσωσον, ἵνα ὑμνῶ τὸν Θεόν, καὶ ποιητὴν τῶν ἁπάντων, Ἰωάννη ἔνδοξε, Ἡπείρου κλέϊσμα.

Θεοτοκίον.

Ῥᾳθυμίας κατέστην, ἐργάτης ὁ ἄθλιος, διὸ πρὸς σὲ καταφεύγω, καὶ πόθῳ δέομαι, σπεῦσον ταχὺ Μαριάμ, καὶ σῶσον Κόρη ἱκέτην, καὶ Υἱόν σου Ἄχραντε, σὺ ἐξευμένισον.

Διάσωσον, ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σου Ἰωάννη, ὅτι πάντες ἱκετικῶς πρὸς σὲ καταφεύγομεν, Νεομαρτύρων τὸ κλέος καὶ δόξα.

Ἐπίβλεψον, ἐν εὐμενείᾳ πανύμνητε Θεοτόκε, ἐπὶ τὴν ἐμὴν χαλεπὴν τοῦ σώματος κάκωσιν, καὶ ἴασαι, τῆς ψυχῆς μου τὸ ἄλγος.

 

Κάθισμα. Ἦχος β´. Τὰ ἄνω ζητῶν.

Πρεσβείαν τὴν σήν, ποθοῦμεν ἀξιάγαστε, διὸ τῶν πιστῶν, τὰ πλήθη εἰς σὲ σπεύδουσι, καὶ θερμῶς βοῶσί σε, Ἰωάννη σκέπασον ἅπαντας, καὶ ἐκ τροχαίου φύλαξον ἡμᾶς, Βαρλαὰμ καὶ Ἡπείρου τὸ καύχημα.

 

 

 

 

ᾨδὴ δ΄. Εἰσακήκοα Κύριε.

Ἰατρὸν ὀνομάζομεν, σὲ ὦ Ἰωάννη Ἠπείρου καύχημα, καὶ δεόμεθα ἱκέται σου, ἐκ παντοίων νόσων διαφύλαξον.

Σωφροσύνην παράσχου μοι, καὶ ταπείνωσιν Ἰωάννη ἔνδοξε, καὶ τὸν νοῦν μου ἀποκάθαρον, ἐκ τῶν φαύλων σκέψεων θεόφιλε.

Τὴν ψυχήν μου διάσωσον, ἐκ τῶν παθῶν Ἰωάννη μακάριε, καὶ τὸ σῶμά μου προστάτευσον, ἐκ ποικίλων νόσων ἀκατάβλητε.

Θεοτοκίον.

Παρθένε θεόνυμφε, τὸν Υἱόν σου σκέπε καὶ διαφύλαττε, καὶ τὸ στόμα μου διάνοιξον, τοῦ δοξάζειν σε θεοκοινώνητε.

 

ᾨδὴ ε´. Φώτισον ἡμᾶς.

Σὲ παρακαλῶ, Ἰωάννη παμμακάριστε, τοὺς ὀρθοδόξους ἐκ πλάνης θαυμαστέ, καὶ ἐκ κινδύνων, ταχὺ λιταῖς σου φύλαξον.

Ὕμνους καὶ ᾠδάς, σοι προσφέρομεν Ὀρθόδοξοι, καὶ σοὶ προσπίπτομεν θαυματουργέ, ἐκ τῶν ποικίλων, παθῶν ἡμᾶς ἐλευθέρωσον.

Νέος ἀθλητής, ἀνεδείχθης Μάρτυς ἔνδοξε, καὶ Ὀρθοδόξων πιστῶν καταφυγή, ὦ Ἰωάννη, Ἡπείρου δόξα καὶ σέμνωμα.

Θεοτοκίον.

Ἄχραντε θερμῶς, ἱκετεύω σε ὁ ἄθλιος, ἐκ τῶν παγίδων ἀρχαικάκου ἐχθροῦ, τὸν σὸν ἱκέτην, ἀπαύστως Μαριάμ, προστάτευσον.

 

ᾨδὴ στ´. Τὴν δέησιν ἐκχεῶ.

Ψυχήν μου σου, Ἰωάννη δέομαι, ὁ ἀνάξιος διάσωσον τάχος, ἐκ τῶν χειρῶν, τοῦ ἀλάστορος Μάρτυς, καὶ ἐκ ποικίλων παγίδων τοῦ ὄφεως, καὶ ῥῦσαί με διαπαντός, ἐκ ποικίλων παθῶν ἀξιάγαστε.

Ὁ τάλας σέ, ἱκετεύω ἔνδοξε, καὶ αἰτῶ τὴν σὴν θερμὴν μεσιτείαν, πάντας ἡμᾶς τοὺς προσπίπτοντας πίστει , πρὸ τῆς ἁγίας σου κάρας διάσωσον, ἐκ πάντων τῶν διαβολῶν, ἅς κακότροποι Μάρτυς ὑφαίνουσι.

Νῦν πάντες, ἱκετικῶς προσφεύγομεν, καὶ δεόμεθα θερμῶς Ἰωάννη, ἐκ τοῦ καρκίνου διάσωσον πάντας, καὶ ἐξ ἐχθρῶν ἀοράτων προστάτευσον, καὶ φύλαξον ἐκ συμφορῶν, τοὺς ἱκέτας σου Μάρτυς τρισένδοξε.

Θεοτοκίον.

Νευρώσεις σύ, ἀπελαύνεις Ἄχραντε, καὶ τὰς νόσους θεραπεύεις σῶν δούλων, καὶ ταῖς ψυχαῖς ἱκετῶν σου παρέχεις, ἀκαταπαύστως βοήθειαν ἔνδοξε, σοῦ δέομαι ὁ δυσμενής, τῆς ψυχῆς μου τὰ ὄμματα ἄνοιξον.

Διάσωσον, ἀπὸ κινδύνων τοὺς δούλους σου Ἰωάννη, ὅτι πάντες ἱκετικῶς πρὸς σὲ καταφεύγομεν, Νεομαρτύρων τὸ κλέος καὶ δόξα.

Ἄχραντε, ἡ διὰ λόγου τὸν Λόγον ἀνερμηνεύτως, ἐπ’ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν τεκοῦσα δυσώπησον, ὡς ἔχουσα, μητρικὴν παῤῥησίαν.

 

 

 

Κοντάκιον. Ἦχος β´. Προστασία.

Σὺ προστάτης τῶν χριστιανῶν ἀκαταίσχυντος, καὶ μεσίτης πρὸς τὸν Λυτρωτὴν ἀμετάθετος, μὴ παρίδῃς ἁμαρτωλῶν ἱκέτιδας φωνάς, ἀλλὰ πρόφθασον θαυματουργέ, εἰς τὴν βοήθειαν ἡμῶν, τῶν θερμῶς κραυγαζόντων σοι, δέχου ἡμῶν πρεσβείας, καὶ σπεῦσον εἰς ἱκεσίαν, τῶν Ὀρθοδόξων ἰσχυρόν, Ἰωάννη καταφύγιον.

 

Εἶτα, οἱ Ἀναβαθμοί· τὸ α’ Ἀντίφωνον τοῦ δ’ ἤχου.

Προκείμενον: Δίκαιος ὡς φοῖνιξ ἀνθήσει, καὶ ὡσεὶ κέδρος ἡ ἐν τῷ Λιβάνῳ πληθυνθήσεται.

Στίχος.: Ὑπομένων ὑπέμεινα τὸν Κύριον, καὶ προσέσχε μοι.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ (Ματθ. Ι΄ 32-36 καὶ ΙΑ΄ 1)

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· πᾶς ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν. Ἦλθον γὰρ διχᾶσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ, καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς, καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ· καὶ ἐγένετο, ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς διατάσσων τοῖς δώδεκα μαθηταῖς αὐτοῦ, μετέβη ἐκεῖθεν, τοῦ διδάσκειν καὶ κηρύσσειν ἐν ταῖς πόλεσιν αὐτῶν.

Δόξα: Ταῖς τοῦ Ἰωάννου πρεσβείαις, Ἐλεῆμον...

Καὶ νῦν: Ταῖς τῆς Θεοτόκου, πρεσβείαις, Ἐλεῆμον...

Στ.: Ἐλεῆμον, ἐλέησόν με ὁ Θεὸς... Ἦχος πλ. β´. Ὅλην ἀποθέμενοι.

Μὴ ἐγκαταλείπῃς με, ὦ τοῦ Χριστοῦ Νεομάρτυς, τὸν πρὸς σὲ προστρέχοντα, καὶ καθικετεύοντα ἀξιάγαστε, θλῖψις γὰρ ἔχοιμε, φέρειν οὐ δύναμαι, ἀρχαικάκου τὰ τοξεύματα, σκέπην οὐ κέκτημαι, οὐδὲ καταφύγιον Πάντιμε, πάντοθεν εἰμὶ δέσμιος, ἐκ ποικίλων παθῶν ὁ τρισάθλιος, μάκαρ Ἰωάννη θησαύρισμα καὶ δόξα Βαρλαάμ, μὴ παραβλέπῃς τὴν δέησιν, τοῦ ἀχρείου δούλου σου.

 

ᾨδὴ ζ΄. Οἱ ἐκ τῆς Ἰουδαίας,

Οὐρανῶν Κυβερνήτην, Ἰωάννη θεόφρων σφοδρῶς ἠγάπησας, διὸ καὶ τὴν ζωήν σου, ὡς ἄκακον ἀρνίον, Αὐτῷ προσενήνοχας, ὦ Νεομάρτυς Χριστοῦ, προστάτευσον ἱκέτας.

Ὑπηρέτης κατέστην, τῆς σαρκὸς Ἰωάννη θεοκοινώνητε, διό σοι καταφεύγω, ὁ τάλας καὶ ἀχρεῖος, καὶ μετὰ πόθου δέομαι, βοήθησόν μοι ταχύ, ἵνα μὴ ἀπολλοῦμαι.

Νικητὴς ἀνεδείχθης, τῶν παθῶν Ἰωάννη ἀξιοθαύμαστε, καὶ τοὺς υἱοὺς τῆς Ἀγαρ, οὐδόλως ἐφοβήθης, διὸ πάντες κραυγάζομεν· Ὁ τῶν Πατέρων ἡμῶν, Θεὸς εὐλογητὸς εἶ.

Θεοτοκίον.

Μὴ παρίδῃς ἱκέτας, Θεοδόξαστε κόρη πιστῶν τὸ καύχημα, ἀλλὰ ταῖς σαῖς εὐχαῖς σου, ἐκ νόσου τοῦ καρκίνου, πάντας Μῆτερ διάσωσον, ἵνα ὑμνῶμεν ἀεί, τὸν Λόγον Θεοτόκε.

 

ᾨδὴ η΄. Τὸν Βασιλέα.

Οὐρανοδρόμε, τὸν Βασιλέα καὶ Κτίστην, καθικέτευε δεόμεθα πάντες, ὅπως ῥυσθῶμεν, πυρὸς τοῦ αἰωνίου.

Ὕμνους προσάγουν, ἐν κατανύξει βαθείᾳ, πρὸς σὲ τοῦ Βαρλαὰμ οἱ Πατέρες, καὶ προσκυνοῦσι, τὴν κάρα σου φωσφόρε.

Τὴν τῆς Ἠπείρου, σὺ καθηγίασας Μάρτυς, καὶ κατέστης αὐτῆς ὁ προστάτης, διὸ Ἰωάννη, δοξάζομέν σε πάντες.

Θεοτοκίον.

Ἑλλήνων Κόρη, καταφυγὴ ἀνεδείχθης, καὶ ἀκοίμητος πάντων προστάτης, διὸ Θεοτόκε, ἀπαύστως σὲ ὑμνοῦμεν.

 

ᾨδὴ θ´. Κυρίως Θεοτόκον.

Μάρτυς Ἰωάννη, μὴ ἐγκαταλείπης, τοὺς Ὀρθοδόξους εἰς χεῖρας τοῦ ὄφεως, ἀλλὰ παράσχου ἡμῖν, ἀνώδυνα τὰ τέλη.

Ῥαπίσματα ἐδέχθης, Μάρτυς Ἰωάννη, καὶ μαρτυρίου τὴν χλαῖναν κατέκτησας, διὸ σὲ πάντες ἐν πίστει, μάκαρ δοξάζουσι.

Γαλήνην σὺ παράσχου, ἐμοὶ τῷ ἀχρείῳ, καὶ τῆς πικρὰς τυραννίδος τοῦ ὄφεως, τὸν σὸν ἱκέτην θεόφρον, τάχος ἀπάλλαξον.

Θεοτοκίον.

Ἱλέωσαι Υἱόν σου, Κεχαριτωμένη, τὸν ἐπ ἐμοὶ ὀργισθέντα δικαίως ἁγνή, καὶ τοῦ πυρὸς τοῦ ἀσβέστου, τάχος μὲ λύτρωσε.

 

Μεγαλυνάρια.

Ἄξιόν ἐστιν ὡς ἀληθῶς, μακαρίζειν σε ὦ Νεομάρτυς, τὸν ἀειμακάριστον καὶ θεοδόξαστον, τὸν προστάτην καὶ φρουρὸν ἡμῶν. Τὸν διὰ ἀγάπην τοῦ Ἰησοῦ, μαρτυρίου χλαῖναν, ἐνδυθέντα περιχαρῶς, καὶ νῦν σὺν τοῖς Ἀγγέλοις, ὑμνεῖ ἐν Παραδείσου, Χριστὸν τὸν ζωοδότην, καὶ πάντων Κύριον.

Χαίροις τῆς Ἠπείρου θεῖος βλαστός, καὶ Ἰωαννίνων, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός. Χαίροις Ἰωάννη, τῶν Ὀρθοδόξων δόξα, καὶ τῶν πιστῶν τὸ κλέος, ἀξιοτίμητε.

Ἐκτενῶς ἱκέτευε τὸν Θεόν, ὑπὲρ τῆς Ἑλλάδος, εἰρηναίαν αὐτὴν τηρεῖν, καὶ λυτροῦσθαι πάντων, δεινῶν τε καὶ κινδύνων, ὦ Ἰωάννη κλέος, δόξα καὶ καύχημα.

Χαίρουσιν Πατέρες τοῦ Βαρλαάμ, ἔχοντες ἐν μέσῳ, σοῦ τὴν κάραν θαυματουργέ, ἥτις ἀπελαύνει, δαιμόνων ἐπιθέσεις, καὶ τοῖς πιστοῖς παρέχει, ῥώμην καὶ δύναμιν.

Μάνδραν τὴν τιμῶσάν σε εὐλαβῶς, φύλαττε ἀπαύστως, ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς, μάκαρ Ἰωάννη, σὺν τῷ Νεκταρίῳ, καὶ θείῳ Θεοφάνῃ, Χριστὸν πρεσβεύοντες.

Πᾶσαι τῶν Ἀγγέλων αἱ στρατιαί, Πρόδρομε Κυρίου, Ἀποστόλων ἡ δωδεκάς, οἱ Ἅγιοι Πάντες μετὰ τῆς Θεοτόκου, ποιήσατε πρεσβείαν, εἰς τὸ σωθῆναι ἡμᾶς.

 

Τό Τρισάγιον καὶ τὰ Τροπάρια ταῦτα. Ἦχος πλ. β΄.

λέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, πάσης γὰρ ἀπολογίας ἀποροῦντες, ταύτην Σοι τὴν ἱκεσίαν, ὡς Δεσπότῃ, οἱ ἁμαρτωλοί προσφέρομεν, ἐλέησον ἡμᾶς.

Δόξα Πατρί…

Κύριε ἐλέησον ἡμᾶς, ἐπί Σοὶ γὰρ πεποίθαμεν. Μή ὀργισθῆς ἡμῖν σφόδρα, μηδέ μνησθῆς τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν. Ἀλλ’ ἐπίβλεψον καὶ νῦν ὡς εὔσπλαχνος καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐχθρῶν ἡμῶν. Σὺ γὰρ εἶ Θεός ἡμῶν καὶ ἡμεῖς λαός Σου, πάντες ἔργα χειρῶν Σου καὶ τὸ ὄνομά Σου ἐπικεκλήμεθα.

Καί νῦν…

Τῆς εὐσπλαγχνίας τὴν πύλην ἄνοιξον ἡμῖν, εὐλογημένη Θεοτόκε, ἐλπίζοντες εἰς Σέ μή ἀστοχήσομεν, ῥυσθείημεν διά Σοῦ τῶν περιστάσεων, Σὺ γὰρ ἡ σωτηρία τοῦ γένους τῶν Χριστιανῶν.

 

Εἶτα ὁ Ἱερεύς, τὴν Ἐκτενῆ Δέησιν, ἡμῶν ψαλλόντων τό λιτανευτικόν· Κύριε ἐλέησον. Ὑπὸ τοῦ Ἱερέως Ἀπόλυσις. Καὶ τῶν Χριστιανῶν ἀσπαζομένων τὴν Εἰκόνα καὶ χριομένων δι’ ἁγίου ἐλαίου, ψάλλονται τὰ παρόντα Τροπάρια: Ἦχος β’. Ὅτε ἐκ τοῦ ξύλου.

Χαῖρε Ἰωάννη θαυμαστέ, χαῖρε τῆς Ἠπείρου τὸ κλέος, καὶ Βαρλαὰμ θησαυρέ, ἄλλον γὰρ οὐκ ἔχομεν πρεσβευτὴν πρὸς Θεόν, οἱ ποθοῦντες Παράδεισον, ἀλλὰ δειλιῶντες, ὡς κατατρυχόμενοι ὑπὸ ποικίλων παθῶν, Μάρτυς τοῦ Χριστοῦ ἀθληφόρε, ὅθεν σοι προσπίπτομεν πόθῳ, πάντες οἱ Ὀρθόδοξοι ἀτίμητε.

Δέσποινα πρόσδεξαι, τὰς δεήσεις τῶν δούλων σου, καὶ λύτρωσαι ἡμᾶς, ἀπὸ πάσης ἀνάγκης καὶ θλίψεως.

Τὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου, εἰς σὲ ἀνατίθημι, ὦ Μῆτερ τοῦ Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.

Τῇ πρεσβείᾳ Κύριε πάντων τῶν Ἁγίων, καὶ τῆς Θεοτόκου, τὴν σὴν εἰρήνην δὸς ἡμῖν, καὶ ἐλέησον ἡμᾶς, ὡς μόνος οἰκτίρμων.

Δι’ εὐχῶν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου